Η Κόρινθος μας παρέχει μια μοναδική ευκαιρία να μελετήσουμε και να ανακαλύψουμε την αστική ζωή μιας ρωμαϊκής περιφερειακής πρωτεύουσας της Ελλάδας, μετά την επανίδρυση της ως ρωμαϊκή αποικία. Η Κόρινθος επανιδρύθηκε από τους Ρωμαίους για να παίξει κυρίαρχο ρόλο όχι μόνο στην πόλη και στην Πελοπόννησο, στην επαρχία της Αχαΐας αλλά σ’ όλη τη Μεσόγειο ως κοσμοπολίτικο εμπορικό κέντρο ελεγχόμενα από την αυτοκρατορική οικογένεια και με έντονο ρωμαϊκό χαρακτήρα.
Ο επίσημος προσανατολισμός της πόλεως στα χρόνια του Αποστόλου Παύλου ήταν ρωμαϊκός. Στη κοινωνία είχε όμως αρχίσει να διαμορφώνεται η ελληνική νοοτροπία. Ομιλούνταν η Λατινική μαζί με την Ελληνική γλώσσα. Γλώσσα των επιγραφών ήταν η Λατινική ενώ η Ελληνική ήταν η γλώσσα των κοινωνικών και εμπορικών δραστηριοτήτων της πόλεως. Παράλληλα λαλούνταν και οι μητρικές γλώσσες των ταξιδιωτών, εμπόρων, δούλων και επισκεπτών.
Ένα σοβαρό ζήτημα στην καθημερινή πραγματικότητα στη ζωή της πόλεως και στις σχέσεις Χριστιανών και Εθνικών ήσαν η χρήση των ειδωλοθύτων, το οποίο συζητείται στην Α’ (Κορ.10, 25-26). Η ελληνική επιρροή παρουσιάστηκε στον τρόπο παραθέσεως ελληνορωμαϊκών δείπνων τα οποία δέχθηκαν διπλή επίδραση. Μεταξύ των εκφράσεων της κοινωνικής ζωής ήσαν τα επίσημα ελληνορωμαϊκά δείπνα που οργανώνονταν σε ιδιωτικούς οίκους, σε παγανιστικούς ναούς και οι τρόποι ψυχαγωγίας που πολλές φορές συνοδευόντουσαν με πράξεις ανηθικότητας. Η παράθεση δείπνων στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ήταν στοιχείο κοινωνικής αλληλοεπίδρασης και σύσφιξης σχέσεων που συνοδεύονταν με συζητήσεις ποικίλου περιεχομένου και τρόπους ψυχαγωγίας. Ο Πλούταρχος μας παραδίδει ρωμαϊκό ρητό κατά το οποίο το δείπνο περιείχε πολλά πρόσωπα, διαφορετικά σε περίπτωση να δειπνεί κάποιος μόνος του, θεωρούνταν βρώση.
Αναφερόμεθα στα επίσημα δείπνα και όχι στα οικογενειακά γεύματα που είχαν διαφορετικό χαρακτήρα. Τα επίσημα γεύματα ήσαν αυτά που γινόντουσαν σε παγανιστικούς ναούς και σε ιδιωτικούς οίκους σε γάμους, σε γενέθλια ή σε θρησκευτικές εορτές. Σε τέτοια γεύματα σερβίρονταν θυσιαστήρια τρόφιμα που είχαν αγοραστεί από την αγορά ή ακόμα από κάποιο οίκο που είχαν θυσιαστεί σε διάφορους θεούς.
Ακόμα τα επίσημα γεύματα αποτελούσαν τρόπο κοινωνικής αναγνώρισης και ανέλιξης. Αυτά προσέφεραν ευκαιρίες για κοινωνικές συνομιλίες, ρητορικές επιδείξεις, φιλοσοφικές αναζητήσεις και συζητήσεις, μαζί με το άφθονο κρασί δημιουργούσαν τις συνθήκες για ευθυμία, για συνομιλία και έλξη. Η πρόσκληση ήταν πάντοτε ισχυρή και ακόμα για τους χριστιανούς που δύσκολα θα μπορούσαν να αρνηθούν.
Αλλιώς θα έπρεπε να διακόψουν κοινωνικές σχέσεις με συγγενείς και φίλους που ήσαν ειδωλολάτρες με τελική κατάληξη τη διαίρεση της κοινωνίας σε Χριστιανούς και παγανιστές, πράγμα που στην Κόρινθο δεν συνέβη.
Η κοινωνική ζωή στην Κόρινθο ήταν έντονη και συνοδευόταν με δυνατότητες να γνωρίσεις ιδιαίτερους ανθρώπους, οι οποίοι με τα ειδικά πνευματικά χαρακτηριστικά που τους διέκριναν ήσαν ενδιαφέροντες και προσέλκυαν αναζητητές, περίεργους.
Το ανεπτυγμένο εμπόριο και οι χρηματικές συναλλαγές δημιούργησαν ευμάρεια η οποία πολύ γρήγορα κατέκλυσε τη πόλη μαζί με ένα τρυφηλό τρόπο ζωής και τις αναγκαίες «ψυχαγωγίες». Είναι η πολυπληθέστερη και η πλέον ευημερούσα πόλη του ελλαδικού χώρου.
Οι Ισθμιακοί αγώνες και η συνεύρεση τόσο πολλών επισκεπτών και αθλητών έδιναν την ευκαιρία για συμπόσια και διασκεδάσεις. Μεταξύ των διασκεδάσεων ήσαν οι παραστάσεις στο ελληνικό θέατρο το οποίο μετά την ίδρυση της αποικίας επισκευάστηκε, επεκτάθηκε και δεχόταν συνολικά περίπου 15.000 θεατές. Οι παραστάσεις δεν ήσαν μόνο θεατρικές αλλά χοροί, σκηνογραφικές προσεγγίσεις μύθων, αφηγήσεις έργων και άλλα. Αλλά και στην πόλη γύριζαν μουσικοί, ακροβάτες, θαυματοποιοί, δίνοντας ένα καθημερινό τόνο σχόλης και διασκέδασης. Ακόμα η πόλη ήταν ένα εμπορικό κέντρο όπου πουλιόντουσαν οι τοπικές παραγωγές και οι εισαγόμενες, οι οποίες συμπλήρωναν τις ανεπαρκείς τοπικές ποσότητες των προϊόντων παραγωγής. Ήταν ένας κύριος κόμβος που συναντιόταν η Δύση με την Ανατολή που η κάθε μία έφερνε ανθρώπους, ιδέες, αντιλήψεις, προϊόντα που δημιουργούσαν συνθήκες επίδρασης και μείξης.
Η κοινωνική ζωή των Κορινθίων οριζόταν επίσης από την προσφορά υπηρεσιών στους καθημερινούς ταξιδιώτες, ναυτικούς, περιηγητές, μακρινούς και κοντινούς εμπόρους προς τους οποίους προσφερόντουσαν παντός είδους υπηρεσίες. Τα δύο λιμάνια της πόλεως στο Λέχαιο του Κορινθιακού κόλπου και στις Κεγχρεές του Σαρωνικού με τον υπάρχοντα Δίολκο που τα συνέδεε διευκόλυνε πάρα πολύ το εμπόριο, τις συναλλαγές και τις επαφές με το εσωτερικό της Πελοποννήσου και της Ελλάδας αλλά και με τις άλλες περιοχές στη Μεσόγειο. Η πόλη αποτελούσε προσφιλή τόπο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες. Οι τελευταίοι ερχόντουσαν στην πόλη για να αγοράσουν διάφορα είδη, τρόφιμα, για κοινωνικές επαφές, για τουρισμό και διασκέδαση. Συγχρόνως, για να ενημερωθούν για αστικές και διοικητικές υποθέσεις. Ακόμα, τα διασωθέντα κτίρια της Δωρικής Κορίνθου με τους μύθους που τα συνόδευαν αποτελούσαν προσφιλή τόπο επίσκεψης για τους ταξιδιώτες (peregrini). Το Ασκληπιείο, βόρεια της Αγοράς κοντά στα κλασικά τείχη ήταν μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα τόπος ισχυρής λατρείας, θεραπείας και ίασης ασθενειών από τον θεό Ασκληπιό. Συνέχισε η Κόρινθος την πολιτική της εξωστρέφειας που διέκρινε τη Δωρική Κόρινθο και τους επόμενους αιώνες. Οι συναλλαγές και το εμπόριο έφθαναν μέχρι τα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου. Η πόλη ήταν κέντρο εμπορικών και τραπεζικών δραστηριοτήτων. Η αναζήτηση του θείου μέσω των απόκρυφων θρησκειών, ειδικά της Ανατολής ήταν ένα ακόμα γνώρισμα της Κορινθιακής κοινωνίας που μέσω των μυστικών τελετών αναζητούσε την επέμβαση των θεών για την επίτευξη ανθρωπίνων στόχων.
Η αποκάλυψη του opus sectilae στο λιμάνι των Κεγχρεών έργων στο τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα, πολύ αργότερα από την εποχή του Παύλου, δείχνει το συνεχές ενδιαφέρον των Κορινθίων για τη φιλοσοφία. Τα έργα απεικόνιζαν πέρα από φυσικές εικόνες του Νείλου και της πανίδας του, λιμάνια αλλά και προσωπογραφίες φιλοσόφων της Αρχαιότητας. Οι Κεγχρεές, το λιμάνι της Κορίνθου προς την Ανατολή, ήταν η πύλη εισόδου των ανατολικών θρησκειών μυστηριακού περιεχομένου και ειδικού τελετουργικού μύησης και εορτών. Το πολιτιστικό περιβάλλον των Κεγχρεών και της Κορίνθου ήταν κατάλληλο να δεχθεί τη νέα πίστη όπως αποδεικνύεται και από την ίδρυση της Εκκλησίας των Κεγχρεών με την Διάκονο Φοίβη και της συνοδείας της. Γνώρισμα της εποχής του Παύλου στην Κόρινθο ήταν ο θρησκευτικός πλουραλισμός με αντίστοιχη θρησκευτική πολυμορφία με πολλές πτυχές. Αυτές δημιούργησαν το κοινωνικό πλαίσιο που κινιόντουσαν οι χριστιανοί, δημιουργώντας μαζί με το υπάρχον πολιτιστικό περιβάλλον και το δικό τους. Η πολυαρχία των Ειδώλων, η αυτοκρατορική λατρεία, οι επιδράσεις των φιλοσοφικών ρευμάτων ειδικά των Στωικών και Επικούρειων, όπως και ο Ιουδαϊσμός και οι εξ Ελλήνων Ιουδαίοι ήσαν οι κύριες πτυχές που διαμόρφωναν το πλαίσιο μέσα στο οποίο όφειλε να κινηθεί ο χριστιανισμός. Ο Ιουδαϊσμός της εποχής αυτής είχε διασπαστεί σε πολλές αιρέσεις που κάλυπταν όλο το φάσμα των αναζητήσεων με επιδράσεις από έξω-ιουδαϊκά φιλοσοφικά συστήματα, Γνωστικισμού, ελληνιστικής φιλοσοφίας, μυστηριακών θρησκειών, συγκρητισμού. Η ειδική κατηγορία των πρωτο-γνωστικών αφορά στους ανώτερης κοινωνικά και διανοητικά αστούς λατινικής καταγωγής.
Δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι οι θρησκευτικοί και τελετουργικοί παράγοντες παίζουν ένα θεσμικό και πολιτικό ρόλο στην ύπαρξη της Κορίνθου και της συνέχειας της. Ήδη από της ιδρύσεως της Κορίνθου ως αποικία είχε αρχίσει η διεργασία για τη δημιουργία του πολιτισμού της κοινωνίας ως σύνθεση του λαϊκού πολιτισμού των ποικίλης προελεύσεως κατοίκων και του ρωμαϊκού πολιτισμού, ο οποίος με αυθαίρετο τρόπο προσπαθούσε να χειραγωγήσει τους κατοίκους προς τους σκοπούς της ρωμαϊκής εξουσίας, να επιβάλλει κεντρικό πολιτιστικό προσανατολισμό και να επικρατήσει. Γρήγορα όμως η Κόρινθος αφομοίωσε την ελληνική παράδοση και τον αντίστοιχο πολιτισμό εις βάρος του ρωμαϊκού, ο οποίος περιορίστηκε στις εκφράσεις και στα έργα της εξουσίας (Romanitas). Η κοινωνική ταυτότητα της ρωμαϊκής Κορίνθου είχε αρχίσει να αλλάζει κατά την διάρκεια της εποχής του Αυγούστου επιταχυνόμενη την εποχή του Κλαυδίου και ολοκληρώθηκε τον 2ον αιώνα μ.Χ. όταν κυριάρχησε ο ελληνικός χαρακτήρας.
Στην Κόρινθο συναντιόνταν στο μικρόκοσμο της πόλεως σε σχέση με το γνωστό τότε μεγάλο κόσμο της Μεσογείου και οι τρεις πολιτισμοί ελληνικός, ρωμαϊκός και ιουδαϊκός. Ο τελευταίος αντιπροσωπευόταν βασικά από τον ιουδαϊσμό της διασποράς. Μέσα σε αυτή την πολιτισμική κοινωνία έδρασε επί πολύ ο Παύλος. Δίδαξε το νόημα του Ευαγγελίου, το οποίο σε αυτό το κοσμοπολίτικο περιβάλλον κυοφορήθηκε, κραταιώθηκε και οργανώθηκε η Εκκλησία.
Γνωρίσματα της Κορινθιακής κοινωνίας ήσαν η επίδειξη, η καλοζωία, ο ευδαιμονισμός, η τάση προς συγκρητισμό των θρησκειών, η σεξουαλική ελευθεριότητα και στα δύο φύλα, η δικομανία και άλλα.
Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου
Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.