Πριν από λίγες ημέρες, όπως ανακοινώθηκε από τον δήμο Ελαφονήσου με την αρωγή της Περιφέρεια Πελοποννήσου και την αγαστή συνεργασία της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων-ΥΠΠΟΑ, ο βυθισμένος προϊστορικός οικισμός Παυλοπετρίου Ελαφονήσου είναι επισκέψιμος, μια και υλοποιήθηκαν οι πρώτες υποβρύχιες διαδρομές με σήμανση και υποβρύχιες πινακίδες που βοηθούν όλους τους κολυμβητές να περιηγηθούν στον αρχαιολογικό χώρο στα πλαίσια του ευρωπαϊκού προγράμματος INHERIT, που αφορά την από κοινού προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη.
Επιμέλεια: Κων/νος Τζιαμπάσης*
Ανάμεσα στο 2000 και στο 1100 π. Χ. άνθησε στην περιοχή της Νεάπολης Λακωνίας κοντά στην Ελαφόνησο μια πόλη-λιμάνι φθάνοντας στο απόγειο της την περίοδο 1700-1500 π. Χ., ενώ η καταστροφή και η εγκατάλειψή της έγινε περίπου έναν αιώνα πριν από το τέλος της 1ης π. Χ. χιλιετίας (Εικ.1).
Εκείνη την εποχή κάλυπτε περί τα 20 στρέμματα όπως έδειξαν οι έρευνες. Το όνομά της παραμένει όμως άγνωστο. Παρ΄ όλα αυτά θεωρείται ότι μάλλον θα ήταν ένας εμπορικός ή πολιτικός δορυφόρος του μινωικού πολιτισμού ενώ κατά τους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής της πιθανώς να λειτουργούσε ως λιμάνι του μυκηναϊκού κόσμου. Γύρω στα 1200 π. Χ. μάλιστα, εποχή που συνδέεται με τον πόλεμο της Τροίας θα ήταν μία ακμάζουσα πόλη με περίπου 2.000 κατοίκους.
Όπως μαρτυρούν άλλωστε και τα ευρήματα στο Παυλοπέτρι βρίσκεται μία πόλη με άριστη ρυμοτομία, καλοσχεδιασμένους δρόμους, οικίες διώροφες περιτριγυρισμένες από κήπους και ένα πολύπλοκο σύστημα διαχείρισης των υδάτων, όπως δείχνουν τα κανάλια και οι υδρορροές (Εικ.2,3).
Μόνον που βρίσκεται τέσσερα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Πρόκειται για μία βυθισμένη αρχαία ελληνική πόλη, που έρχεται κατ΄ ευθείαν από την ηρωική εποχή της Ιλιάδας του Ομήρου, πόσο μάλλον που βρίσκεται στις νότιες ακτές της Λακωνίας στην Πελοπόννησο κοντά στα μυκηναϊκά παλάτια του Μενελάου. Στο Παυλοπέτρι, όπως έχει ονομασθεί από το διπλανό σύγχρονο χωριό, Έλληνες και ξένοι ενάλιοι αρχαιολόγοι δραστηριοποιούνται εντατικά τα τελευταία χρόνια, η αρχαία πόλη-λιμάνι έχει χαρτογραφήθεί πλήρως ψηφιακά -με περιθώριο σφάλματος μικρότερο από τρία εκατοστά- και στη συνέχεια «ξανακτίσθηκε» σε τρεις διαστάσεις με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας (Εικ.4).
Στην καρδιά της πόλης υπήρχε μία πλατεία μήκους 40 μέτρων και πλάτους 20, ενώ οι περισσότερες οικίες είχαν ως και δώδεκα δωμάτια. Ανάμεσα στα κτίρια, συχνά μάλιστα κτισμένοι μέσα στους τοίχους, βρίσκονται πετρόκτιστοι τάφοι ενώ το οργανωμένο νεκροταφείο είναι ακριβώς έξω από την πόλη.
Τα υπολείμματα εκατοντάδων τεράστιων πίθων, που χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση αλλά και μεταφορά διαφόρων προϊόντων όπως λαδιού, κρασιού, χρωμάτων, αρωμάτων ακόμα και αγαλματιδίων είναι εξάλλου διασκορπισμένα σε όλο τον βυθό. Ένα μεγάλο κτίριο άλλωστε διέθετε σημαντικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης για εισαγόμενα τρόφιμα, τα οποία όπως αποδεικνύεται από το είδος των αγγείων προέρχονταν από όλη την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και την Μινωική Κρήτη.
Έχουν ανακαλυφθεί θραύσματα αντικείμενων καθημερινής χρήσης, όπως αγγεία μαγειρέματος και περίτεχνα αγγεία πόσης, πιθανόν για υψηλούς καλεσμένους ή για προσφορές προς τους θεούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κάτοικοι της πόλης έφτιαχναν και αντίγραφα αυτών των αγγείων αντιγράφοντας το ύφος της Κρήτης αλλά και της ηπειρωτικής Ελλάδας παράγοντας δικά τους προϊόντα αγγειοπλαστικής.
Η πόλη τελικώς βυθίστηκε κάτω από τα κύματα κατά τη διάρκεια μιας σειράς σεισμών στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου Βάτικα, οπότε η στεριά υποχώρησε σε σχέση με το επίπεδο της θάλασσας. Το γεγονός ότι η πόλη βυθίστηκε, βοήθησε να διατηρηθούν τα σημερινά ευρήματα, αφού δεν χτίστηκε ξανά ή μετά την καταστροφή η περιοχή χρησιμοποιήθηκε για την γεωργία. Παρά το γεγονός της φυσικής καταστροφής από το νερό με την πάροδο των αιώνων, η διάταξη της πόλης είναι όπως ήταν πριν από χιλιάδες χρόνια (Εικ.5).
Ας ελπίσουμε ότι τώρα η ευρύτερη περιοχή θα γνωρίσει μια νέα άνθιση και οι επισκέπτες θα μπορέσουν να θαυμάσουν την νέα προϊστορική «Πομπηία» της Πελοποννήσου και με τα πιο σύγχρονα εποπτικά μέσα.
*Ο Κων/νος Χαρ. Τζιαμπάσης είναι Αρχαιολόγος