Στα τέλη του Μάρτιου το 1934 έφυγε από τη ζωή μόνος και σχεδόν άγνωστος ακόμα, ο Θεόφιλος, ο εξαιρετικός λαϊκός ζωγράφος που απαθανάτισε θρύλους και παραδόσεις, καθημερινές στιγμές από την ελληνική πραγματικότητα με το μοναδικό του προσωπικό ύφος που καθιστά τα έργα του από τα πλέον αναγνωρίσιμα της ελληνικής ζωγραφικής.
του Κων/νου Τζιαμπάση*
Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει για το Θεοφιλο: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό».
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ με πραγματικό όνομα Θεόφιλος Κεφαλάς γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν Έλληνας λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης και αγιογράφος. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.
Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στη Βαρειά Λέσβου. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, επηρεαζόμενος μάλλον από τον παππού του.
Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε μαγαζιά, σε σπίτια και σε αρχοντικά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί.
Εικ.1: Η Οικία Κοντού-Μουσείο Θεόφιλου στην Ανακασιά του Βόλου σήμερα
Μια από τις αριστοκρατικές οικίες του 19ου αι. ήταν η οικία που χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία της οικογένειας Χατζηαναστάση. Αρχικά ήταν τριώροφο κτίριο φρουριακής αρχιτεκτονικής. Έλαβε τη σημερινή μορφή με νεοκλασικά στοιχεία στην πρόσοψη και την κάτοψη μετά την αγορά της το 1905 από τον Γιάννη Κοντό, ευκατάστατο μυλωνά από τον Άνω Βόλο. Το 1912 ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού φέρεται να είχε τότε υπό την προστασία του τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ. Ο οποίος με τη σειρά του και με απαίτηση του Κοντού, φιλοτέχνησε τη σάλα της οικίας. Το 1962 μετά τους σεισμούς η οικία Κόντου χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Το σπίτι του Κοντού πριν την αναστήλωση του από το Υπουργείο Πολιτισμού ήταν διαλυμένο. Ταβάνια, σάπια πατώματα και οι νωπογραφίες ήταν σε κακή κατάσταση. Το 1965 το υπουργείο Πολιτισμού αγόρασε το κτήριο προκειμένου να επισκευαστεί και να λειτουργήσει ως μουσείο. Ακολούθησαν το 1966 οι εργασίες αναστήλωσης του αρχοντικού και συντήρησης των τοιχογραφιών. Με τους σεισμούς του 1980 το κτίριο έπαθε μικρής έκτασης ζημιές, που έδωσαν αφορμή για νέο πρόγραμμα εργασιών αποκατάστασης των ζημιών και συντήρησης των τοιχογραφιών του
Εικ.2: H ενιαία τοιχογραφία από την περιοχή Κάραβος της Πορταριάς και στο βάθος η Μακρινίτσα και η Ανακασιά
Ανεβαίνοντας τα ξύλινα εσωτερικά σκαλάκια της οικίας Κοντού συναντάμε την σάλα σε σχήμα Γ, που αποτελεί σπάνιο παράδειγμα οικίας, πλημμυρισμένη από χρώμα. Οι πίνακες του Θεόφιλου ήταν επηρεασμένοι από λιθογραφίες του Βαυαρού ζωγράφου Peter Von Hess. 16 μεγάλοι πίνακες με σκηνές από την Επανάσταση του 1821 και ανάμεσα στους πίνακες, μοτίβα από τη φύση να γεμίζουν τα κενά. Τα συναισθήματα που διακατέχουν τον επισκέπτη αντιφατικά. Τον τυφλό τοίχο του κυρίως τμήματος της σάλας, κοσμεί η ενιαία τοιχογραφία από την περιοχή Κάραβος της Πορταριάς και στο βάθος η Μακρινίτσα και η Ανακασιά.
Τέσσερις θεοί του Ολύμπου- ο Άρης, ο Ερμής, η Αθηνά και η Αφροδίτη είναι ζωγραφισμένοι στις παραστάδες του στενότερου τμήματος του δωματίου. Χαρακτηριστικό στις τοιχογραφίες της οικίας είναι η χειρόγραφη περιγραφή του Θεόφιλου κάτω από κάθε πίνακα. Χαρακτηριστική η περιγραφή κάτω από τον Θεό Ερμή, τον θεό του Εμπορίου στην αρχαιότητα: «Θεός των Κλεπτών», υπογράφει ο Θεόφιλος.
Ο Καλλιτέχνης με την αγνή ψυχή, που κέρδιζε τα προς το ζην ζωγραφίζοντας έναντι ευτελούς αμοιβής, σε τοίχους σπιτιών και καταστημάτων επηρεάζεται από την θεματολογία της Ελληνικής Ιστορίας. Η ιστορία επηρεάζει το έργο του Θεόφιλου, συνήθιζε να λέει: ««Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία, την ξέρω όπως τη λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις». Πολλά τα έργα του με αναφορές στην Ελληνική Επανάσταση και στους ήρωες της βρίσκονται στο αρχοντικό Κοντού. Ανάμεσα στα έργα του Θεόφιλου με ιστορικό περιεχόμενο και αναφορά στην Πελοπόννησο ξεχωρίζουν «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί την σημαία της ελευθερίας το 1821», «Ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι το 1821» και τέλος «Ο Κολοκοτρώνης στη Λέρνα».
Εικ.3: «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί την σημαία της ελευθερίας το 1821»
Τον Μάρτιο του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει το λάβαρο της Ελευθερίας και αναφωνεί «Ελευθερία ή Θάνατος». Στον πίνακα αυτό ο Θεόφιλος αποτυπώνει την ιερή στιγμή που οι αγωνιστές, γονατιστοί, μέσα στην εκκλησία υπόσχονται να δώσουν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας. Το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» αποτελεί εθνικό σύνθημα. Διαδόθηκε ευρύτερα στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάσταση του ’21. Χρησιμοποιήθηκε και ως πολεμική ιαχή ενώ αναγραφόταν σε πολεμικές σημαίες του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Το σύνθημα αυτό συνδέεται με τη λαϊκή δοξασία ότι οι εννιά συλλαβές του συνδέονται με τον αριθμό των λωρίδων που υπάρχουν στην ελληνική σημαία με τη λέξη «ελευθερία» να συμπληρώνει τις πέντε γαλάζιες και τις λέξεις «ή θάνατος» να συμπληρώνουν τις τέσσερις λευκές λωρίδες.
Εικ.4: «Ο Αναγνωσταράς νικά τους Τούρκους στο Βαλτέτσι το 1821»
Ο Χρήστος «Αναγνώστης» Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταράς (Πολιανή Μεσσηνίας, 1760 – Σφακτηρία Μεσσηνίας, 8 Μαΐου 1825) ήταν σπουδαίος Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) θεωρείται ως μία από τις πιο σημαντικές μάχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στην οποία συμμετείχε. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων κατά την έναρξη της πολιορκίας που οδήγησε στην Άλωση της Τριπολιτσάς. Στον πίνακα απεικονίζεται ο Αναγνωσταράς, ήρωας του 1821, να δίνει μάχη σώμα με σώμα με τους Τούρκους και να νικά. Φαίνεται η δύναμη και η πιστή που είχαν αυτοί οι άνθρωποι για να ελευθερώσουν την πατρίδα. Με τα σπαθιά τους και το μυαλό τους πάντα βγαίναν νικητές και δεν τους ενδιέφερε αν πεθάνουν.
Εικ.5: «Ο Κολοκοτρώνης»
Ο Θεόφιλος στο έργο του αυτό μας παρουσιάζει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να κάθεται πάνω σε ένα βράχο και να σκέπτεται για τις επόμενες ενέργειες που θα κάνει. Οι άλλοι συναγωνιστές του χορεύουν και γιορτάζουν την νίκη τους ίσως στα Δερβενάκια ενάντια τους Οθωμανούς. Φαίνονται να είναι πολύ ευτυχισμένοι. Αυτόν τον πίνακας ο Θεόφιλος τον ονόμασε «Ο Κολοκοτρώνης». Πρόκειται για έναν πίνακα πολύ ωραίο, που αναδεικνύεται το καθαρό ελληνικό τοπίο της Πελοποννήσου. Στην τοιχογραφία που έχει θέμα «Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συναθροίζει εις την Λίμνην Λέρνην τους νικητάς του Δράμαλη το 1822», διαβάζουμε την υπογραφή του και το έτος κατασκευής της. Η τοιχογραφία αυτή πιστεύουμε πως είναι η πρώτη που κατασκευάστηκε και ακολούθησαν οι υπόλοιπες, οι οποίες σύμφωνα με μαρτυρίες των πρώην ιδιοκτητών έγιναν σταδιακά και διήρκεσαν μερικά χρόνια.
Η δημιουργική πορεία του Θεόφιλου στη Μαγνησία θα ολοκληρωθεί στα 1927, που θα επιστρέψει οριστικά στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη. Στη Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Η δεύτερη περίοδος είναι το διάστημα που εργάστηκε στη γενέτειρά του από το 1927 έως το 1929 δηλαδή η χρονιά της γνωριμίας του με τον Teriade (Τάκη Ελευθεριάδη). Στην τρίτη του περίοδο, 1929-1934, έχοντας εξασφαλίσει μόνιμο εργοδότη, ασχολείται απερίσπαστα με τη ζωγραφική του. Μέσα στη συλλογή του Teriade βρίσκονται: «Ο κόλπος της Γέρας», «Ο Λήμνιος Κεχαγιάς», «Τα Μετέωρα», «Η κυρία με τον κύνα της» και «Το μάζεμα των ελαιών εν Μυτιλήνη». Πέντε κορυφαία κομμάτια που μαρτυρούν πόσο αμάραντο κατόρθωσε να μείνει το ταλέντο του Θεόφιλου ως τα ύστερά του χρόνια. Όταν ο Teriade επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Μυτιλήνη, βρήκε να τον περιμένει ένας μικρός θησαυρός από τα έργα που ο Θεόφιλος φιλοτέχνησε. Μόνο που ο ζωγράφος απουσίαζε. Είχε πεθάνει λίγες ημέρες νωρίτερα μέσα στο φτωχικό του καμαράκι.
Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Αυτός ο ιδιαίτερος άνθρωπος των χρωμάτων, πέθανε μόνος στο φτωχικό του δωμάτιο από τροφική δηλητηρίαση. Ένα πρότυπο ιδιαίτερου ανθρώπου που θα πρέπει σήμερα να διδάσκεται στα σχολεία μας. Ως φόρο τιμής για τη διαφορετικότητα, για την τέχνη αλλά πάνω από όλα για τον άνθρωπο.
Εύστοχη η περιγραφή του Σεφέρη: «Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία…».
*Ο Κων/νος Χαρ.Τζιαμπάσης είναι Αρχαιολόγος