home design 800x400

home design 1170Χ320

Πληθωρισμός ως οιονεί μνημόνιο και η διαφυγή με Δημοσιονομική Υποτίμηση

Γράφει ο Λεωνίδας Ζ. Κουτσογιάννης, οικονομολόγος μελετητής
Πληθωρισμός

Πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε για τον πληθωρισμό υψηλό 25ετίας, που ως είδηση δυστυχώς δεν εξέπληξε γιατί ήταν περίπου αναμενόμενη για τους γνωρίζοντες και που πρακτικά σημαίνει ότι η πληθωριστική ακρίβεια ροκανίζει το εισόδημα των πολιτών ακυρώνοντας την όποια προοπτική βιώσιμης και διατηρήσιμης ανάκαμψης της οικονομίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνεται ότι τα 2/3 του πληθωρισμού συγκροτούνται από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, καύσιμα). Δεδομένου δε ότι η ενέργεια συνιστά βασικό παραγωγικό συντελεστή για ολόκληρη την οικονομία είναι προφανές ότι οι πληθωριστικές αυτές πιέσεις διαχέονται στο σύνολο της οικονομίας.

Η ακρίβεια κινδυνεύει να γίνει καθεστώς, οδηγώντας σε ασφυξία τις επιχειρήσεις, καθηλώνοντας την αγροτική παραγωγή, επιστρέφοντας συνεπακόλουθα την ελληνική κοινωνία στην εποχή της ανασφάλειας και του φόβου.

Η ακρίβεια όμως δεν πλήττει όλους με τον ίδιο τρόπο, πλήττει κατεξοχήν τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα όπως προκύπτει όχι μόνο αυτονόητα αλλά & από οικονομικές μελέτες (πχ Κ. Γάτσιος πρ. πρύτανης ΟΠΑ).

Η ακρίβεια δεν είναι μονόδρομος, μπορούμε και πρέπει να παρέμβουμε. Αυτή είναι άλλωστε η αξία της πολιτικής, να συγκρουστεί με τις πρακτικές χειραγώγησης στην αγορά ενέργειας, να μειώσει τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα και να αντιμετωπίσει τα εκτεταμένα πλέον φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας. Η μείωση του κόστους ενέργειας είναι απολύτως κρίσιμη & είναι επιβεβλημένη η πλήρης ενεργοποίηση όλων των ελεγκτικών μηχανισμών (επιτροπή ανταγωνισμού κλπ) για την αποφασιστική ρύθμιση των αγορών.

Δεν εθελοτυφλούμε… θα υπάρξουν πληθωριστικές πιέσεις, αλλά …

Η ελληνική οικονομία δε μπορεί να αποφύγει τον πληθωρισμό επειδή είναι υψηλή τόσο η διασύνδεσή της με την παγκόσμια οικονομία όσο και η μεγάλη εξάρτησή της από τις εισαγωγές που καθιστούν έτσι ένα τέτοιο ενδεχόμενο ανέφικτο και που πιθανότατα αυτό ως πληθωριστικό φαινόμενο θα είναι μαζί μας όχι παροδικά αλλά για μακρύτερο χρονικό διάστημα από … για λίγους μήνες.

Μπορεί εντούτοις, η Ελληνική οικονομική πολιτική να χρησιμοποιήσει την κρίση του πληθωρισμού ως ευκαιρία για να επιτύχει δύο στόχους:

1ον, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και συνεπώς, την απασχόληση και τον ρυθμό ανάπτυξής της και,

2ον, να μειώσει το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Συνδυάζοντας μάλιστα, τα παραπάνω με την επιβαλλόμενη ανάγκη να ανακουφίσει, στο μέτρο του δυνατού τους πολίτες, ιδιαιτέρως δε τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, από μία δραστική μείωση του βιοτικού τους επιπέδου.

Ίσως εκ πρώτης όψεως τα παραπάνω να ακούγονται παράδοξα, όμως αρκεί να μη λησμονούμε δύο βασικές παραμέτρους, ότι:

1ον, η Ελλάδα είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης και,
2ον, ταλαιπωρείται από την ανεργία ενός πολύ σημαντικού ποσοστού (13%) του ενεργού πληθυσμού της (κάτι που συνιστά το πρωτεύον προς διευθέτηση πρόβλημα κάθε πραγματικά φιλολαϊκής οικονομικής πολιτικής).

Αυτές συνδυαστικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε … αρκεί να μην υποκύψουμε σε «διευκολύνσεις, χαρισμούς & προεκλογικά ρουσφέτια».

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, είναι κυρίως εισαγόμενος. Αφορά τόσο στα καταναλωτικά αγαθά όσο, επίσης, στα ενδιάμεσα και στα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως εισροές (κόστος) για την ελληνική παραγωγή. Το πληθωριστικό φαινόμενο θα μπορούσε να ιδωθεί ως επιδείνωση των εξωτερικών όρων εμπορίου της ελληνικής οικονομίας, με την έννοια ότι είναι υποχρεωμένη να πληρώνει περισσότερα στο εξωτερικό για να αγοράζει τα ίδια, ή εναλλακτικά, να πληρώνει τα ίδια για να αγοράζει λιγότερα!

Αυτή, όμως, είναι η μία όψη του φαινομένου.

Υπάρχει και μία άλλη, η οποία είναι πιο σημαντική από πλευράς δυνατοτήτων άσκησης οικονομικής πολιτικής. Ότι, δηλαδή, η επιδείνωση των όρων εμπορίου και ο εισαγόμενος πληθωρισμός λειτουργούν, στην πράξη, όπως λειτουργούσε η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος στην εποχή της δραχμής…!

Γνωρίζουμε ότι η νομισματική υποτίμηση ήταν μία σχετικά οδυνηρή αλλά, ταυτόχρονα, ωφέλιμη και, συχνά, αναγκαία πράξη: προσέφερε τη δυνατότητα να γίνει η χώρα βραχυχρονίως περισσότερο ανταγωνιστική και να ισορροπήσει το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών κάνοντας πιο ακριβές τις εισαγωγές και πιο φθηνές τις εξαγωγές, άρα και πιο ανταγωνιστικές.

Με την έννοια αυτή, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ήταν μία διέξοδος ασφαλείας, την οποία η ελληνική οικονομία έχει απολέσει με την συμμετοχή της στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (αποκτώντας βεβαίως κάποια άλλα πλεονεκτήματα).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση λοιπόν, του διεθνούς και εισαγόμενου στην Ελλάδα πληθωρισμού, υπάρχουν δυνατότητες αυτός να λειτουργήσει ως μία οιονεί μορφή νομισματικής υποτίμησης, η οποία θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και το παραγόμενο προϊόν της ελληνικής οικονομίας, οδηγώντας στη μείωση της ανεργίας και προσφέροντας χρόνο για την υλοποίηση των απαιτούμενων διαρθρωτικών αλλαγών.

Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι στον εισαγόμενο πληθωρισμό να μην προστεθεί και εγχώριος πληθωρισμός ή, επειδή κάτι τέτοιο είναι σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξής: ο πληθωρισμός στην Ελληνική προστιθέμενη αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών να είναι μικρότερος από τον εισαγόμενο και κυρίως, μικρότερος από τον μέσο πληθωρισμό της Ευρωζώνης.

Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει να αποφύγουμε τη δημιουργία του πληθωριστικού σπιράλ κόστους –>τιμών.

Αποφεύγοντας κάτι τέτοιο θα επιτρέψουμε σε όλους τους κλάδους της εγχώριας οικονομίας που είτε απευθύνονται στην διεθνή αγορά, είτε αντιμετωπίζουν ξένους ανταγωνιστές στην εσωτερική αγορά, να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και μέσω αυτών, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

Καθώς η ελληνική οικονομία σταδιακά επανέρχεται στο προ πανδημίας επίπεδο λειτουργίας της, μπορούμε με τον τρόπο αυτό να επιτύχουμε έναν ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ μεγαλύτερο από το επιτόκιο εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους & σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερο από τον πληθωρισμό (!), πράγμα που θα έχει ευεργετικές συνέπειες στη σχέση χρέους προς ΑΕΠ.

Προτείνονται λοιπόν:

1ον, η με τον κατάλληλο τρόπο, σταδιακή και μεθοδευμένη διευθέτηση όλων των μη εξυπηρετούμενων χρεών που είχαν δημιουργηθεί μέχρι την αρχή της πανδημίας αποκλειστικά με τη ρευστοποίηση όσων οικονομικών εγχειρημάτων έχουν αποτύχει και τα οποία δεσμεύοντας πόρους το μόνο που κάνουν είναι να αποτελούν βαρίδια στην προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας να αναπτυχθεί &

2ον, για τα χρέη που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της αναγκαστικής αδράνειας που έφερε σε πολλούς κλάδους η πανδημία, θα πρέπει να παραγραφούν σχεδόν στο σύνολό τους, τόσο το χρέος πανδημίας του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα – που στο θέμα αυτό είναι απολύτως συνδεδεμένοι μεταξύ τους, ως συγκοινωνούντα δοχεία, επειδή οι πόροι τους είχαν δημιουργηθεί από την ανάπτυξη αλλά τώρα για να επανέλθουμε χρειάζεται ν’ απαλλαγούμε από τα βαρίδια χρέους απελευθερώνοντας αυτούς τους αναγκαίους και δεσμευμένους πλέον πόρους…!

Κάθε προσπάθεια «δήθεν ενίσχυσης» του εισοδήματος για αντιστάθμιση του πληθωρισμού είναι παραπειστική & έωλη, καθώς δημιουργεί τη φαύλη διαδικασία της πληθωριστικής σπείρας που τελικά, το μόνο που καταφέρνει είναι μεσοπρόθεσμα να καταστρέφει την παραγωγική οικονομία.
Επιπλέον, πιστεύουμε πως σημαντικότερη από τη διατήρηση σταθερού επιπέδου εισοδήματος όσων έχουν εργασία είναι, η διασφάλιση της εργασίας τους καθαυτής, ενώ για όσους δεν έχουν εργασία είναι η εύρεση πραγματικού εισοδήματος … δηλαδή, εργασίας.

Και αυτό μπορεί να το επιτρέψει μόνο ο κατάλληλος χειρισμός της οιονεί υποτίμησης που συνεπάγεται η ύπαρξη του εισαγόμενου διεθνούς πληθωρισμού.

Στην οικονομία δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, μπορεί να υπάρξουν όμως επιβεβλημένοι συγκερασμοί, όπως είναι η λεγόμενη «δημοσιονομική υποτίμηση».

Εν προκειμένω, αφορά στη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης αλλά και των Λοιπών Φόρων στην ενέργεια & τα καύσιμα. Κάτι που βραχυχρόνια θα έχει, ασφαλώς, δυσμενή αποτελέσματα στα δημοσιονομικά έσοδα, πλην όμως, πέραν της κοινωνικής αναγκαιότητας που η πολιτική αυτή εξυπηρετεί, το δημοσιονομικό πρόβλημα θα τείνει να διορθωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα με την αύξηση της φορολογητέας ύλης που θα προέλθει από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Εξυπακούεται ότι, ταυτοχρόνως, θα πρέπει να υπάρχει και περικοπή κάθε αχρείαστης δαπάνης: για παράδειγμα, δεν είναι η στιγμή να επιδοτείται η αγορά ηλεκτρικών Μέσων Μεταφοράς ή εισαγόμενων ηλεκτρικών συσκευών (και η ως εκ τούτου δημιουργία θέσεων εργασίας στο … εξωτερικό, επιβαρύνοντας ταυτόχρονα το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών!!!).

Βεβαίως, όλοι ξέρουμε πως ζούμε σε μία χώρα όπου, συνήθως, τις εκλογές κερδίζει όποιος μοιράζει λεφτά με σακούλες σε κάθε έναν που του λέει καλημέρα στα ελληνικά!

Ή, έστω, όποιος υπόσχεται πειστικότερα απ’ όλους ότι θα κάνει κάτι τέτοιο …«πλημυρικά» ή «πυρόπληκτα»!

Η εμπειρία, όμως, έδειξε ότι αυτό είναι καταστροφικό και για την χώρα αλλά και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αυτής της άθλιας νοοτροπίας και συμπεριφοράς.

Πραγματικά υπεύθυνη και φιλολαϊκή πολιτική σήμερα, είναι μόνο εκείνη που μπορεί να «επωφεληθεί» από την ευκαιρία που προσφέρει ο εισαγόμενος πληθωρισμός για να κάνει την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική διεθνώς και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για εκείνους που δεν έχουν.

Εμείς αυτά καταθέτουμε, βγαλμένα από μελέτες – σκέψεις άλλων επιστημόνων, την ΜακροΟικονομική θεωρία & αξιολόγηση-συσχέτιση δεδομένων!

Λεωνίδας Ζ. Κουτσογιάννης
Οικονομολόγος Μελετητής

Σχόλια

ΕΥΧΕΣ ΕΟΡΤΩΝ

poulas banner 2024
doris banner efxes2024
newsletter banner anagnostis