Πουθενοτίποτα λαλούν τ’ ανείπωτα, χτυπούν τα σήμαντρα για τα ασήμαντα
Σκιάχτρα τρομάζουνε τα περιστέρια, ρίχνουν τ΄ αείθαλα φύλλα στα χέρια
Διαλύονται σύννεφα περνούν οι αχτίδες, ζέση να δώσουνε σ΄ αχνές ελπίδες
Στα βουνολόφια περπατησιές, ακροπατήματα στις ρεματιές
Τα κακοτράχαλα τα μονοπάτια, δίπλα σε χείμαρρους, σμιλεύουν βράχια
Κυρτώνεις σκύβοντας βαδίζεις πλάγια , να αποφύγεις χαμηλοκλάδια
Ήχοι διαπλέκονται φωνές της φύσης, στεφάνια φτιάχνονται με τις αισθήσεις
Λιόπρινο βάζεις για να στολίσεις, κόκκινες χάντρες να τα γεμίσεις
Δώρο να δώσεις απλό μ’ ακριβό, και ας μην απολάβεις αντίτιμο ορθό
Κι όσα δεν είπανε οι λέξεις τώρα, αυτά τ΄ ακούσματα μέσα απ’ τη μπόρα
Ξομολογούνται άδολα χωρίς ιαχές, κείνα που εντράπηκαν να πουν οι σιωπές.
Της Μαρίας Σαρίδη