Και καθώς η χρονιά των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 βαίνει σιγά-σιγά προς το τέλος της, δεν πρέπει να παραλειφθεί ο ρόλος που έπαιξαν τα αποκαλούμενα από τους ιστορικούς και «Μοναστήρια του Έθνους».
Επιμέλεια Κωνσταντίνος Τζιαμπάσης*
Στέκουν αγέρωχα στο πέρασμα του χρόνου, για να θυμίζουν την ένδοξη ιστορία του προορισμού όπου εντοπίζονται. Εκτός του ότι αποτελούν πραγματικά στολίδια της περιοχής της Αρκαδίας, πρόκειται και για κάποια από τα πιο σημαντικά αξιοθέατά της.
Οι μονές που ακολουθούν στην Γορτυνία της Αρκαδίας κοντά στην Δημητσάνα, σίγουρα κερδίζουν το ενδιαφέρον του ταξιδιώτη, τόσο με την επιβλητικότητα όσο και με την ηρεμία που τις χαρακτηρίζει. Ο ιστορικός και ακούραστος εργάτης του πνεύματος, με καταγωγή από την Αρκαδία Αναστάσιος Γριτσόπουλος είχε γράψει σε μια από τις μελέτες του: «Εδώ αισθάνεται κανείς ότι ευρίσκεται εις επαφήν µε την βυζαντινήν Ελλάδα. Από τα σπλάγχνα αυτού του χώρου προεβλήθη κάποτε εις δυσκόλους καιρούς η µεγαλυτέρα εθνική αντίστασις που γνωρίζει η ιστορία. Διά να κρατηθούν όρθια τα όσια και ιερά του έθνους. Η πίστις προς τον Θεόν, τον άνθρωπον και τας ηθικάς αξίας. Κοντά εις την λατρείαν του θείου συνετελέσθη η καλλιτεχνική έκφρασις του θρησκευτικού συναισθήµατος, εκαλλιεργήθη η ελληνική παιδεία και συνετηρήθη η ελληνική παράδοσις». Δίκαια μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τις μονές αυτές και ως «Τα μοναστήρια του Έθνους».
Η Παλαιά και Νέα Μονή Φιλοσόφου
Η Μονή Φιλοσόφου, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι χτισμένη σε μια χαράδρα του Λούσιου, στη δυτική πλευρά του φαραγγιού, 11 χλμ. νοτιοδυτικά της Δημητσάνας.
Η παλαιά Μονή Φιλοσόφου είναι η πιο ιστορική και παλαιά μονή της Αρκαδίας (10ος αιώνας) και από τα παλαιότερα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας. Σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε το 963 από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο, τον επονομαζόμενο «φιλόσοφο», γραμματέα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά. Από την επωνυμία αυτή του ιδρυτού πήρε η Μονή το όνομά της (Εικ.2).
Η παλαιά Μονή βρίσκεται μέσα σε άγρια και μεγαλοπρεπή χαράδρα και 200 μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού Λούσιου, και εκτείνεται σε μία στενή και επιμήκη κοιλότητα μήκους 128 μέτρων σε κατακόρυφο βράχο της δυτικής όχθης του Γορτύνιου Λούσιου. Αποτελεί θαυμαστό δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής του 10ου αιώνα με αξιόλογες τοιχογραφίες. Η μονή σε όλο σχεδόν το μήκος της κοιλότητας ήταν περιτοιχισμένη με ψηλό τείχος που είχε φυλάκιο και στενές θυρίδες – παρατηρητήρια για την προστασία της από τους επιδρομείς. Έχει απλή λιθοδομή και στην εξωτερική της εμφάνιση δημιουργεί την εντύπωση ενός στερεού αρχιτεκτονικού κτίσματος χωρίς ιδιαίτερη χάρη. Στη θέση αυτή σώζονται σήμερα ο βυζαντινός ναός (Καθολικό), πραγματικό αριστούργημα αρχιτεκτονικής. Είναι ναός εγγεγραμμένος τετράστηλος σταυροειδής με οκτάπλευρο τρούλο. Σώζονται ερείπια κελιών και άλλων κτισμάτων, το εξωτερικό προστατευτικό τείχος – κτισμένο μετά την Άλωση – ερείπια δύο πυργίσκων πάνω από τη μονή στο βράχο, αγωγός νερού που τροφοδοτούσε τη Μονή με νερό από πηγή, και μια στέρνα.
Η μονή είναι γνωστή σαν «Κρυφό Σχολειό», γιατί σύμφωνα με την παράδοση λειτουργούσε εκεί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σχολείο που αργότερα εξελίχθηκε – στη Νέα Μονή – σε σημαντική ιερατική σχολή. Η Μονή γνώρισε μεγάλη άνθηση τον 17ο αι. οπότε και κτίσθηκε η Νέα Μονή, χωρίς όμως να εγκαταλειφθεί η παλαιά.
Η Νέα Μονή Φιλοσόφου ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα (1691) σε απόσταση τετρακοσίων περίπου μέτρων από την παλαιά Μονή και σε ομαλώτερη θέση. Η παλαιά μονή δεν εγκαταλείφτηκε. Εκτός από τον Καθολικό, κτίσθηκαν και αρκετά κελιά. Το καθολικό της κτίστηκε το 1661 με πρωτοβουλία των πατέρων της παλαιάς Μονής από Βορειοηπειρώτες μαστόρους, με πρωτομάστορα τον Γιώργο Αρβανίτη.
Είναι μικρό και τετράγωνο κομψό οικοδόμημα με οκτάπλευρο τρούλο και τέσσερα μονόλοβα παράθυρα. Εσωτερικά ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις καμάρες που ακουμπούν σε κολόνες. Το εσωτερικό της είναι ζωγραφισμένο με τοιχογραφίες, οι οποίες αποτελούν ένα σημαντικό ζωγραφικό σύνολο. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο με εξαιρετική διακόσμηση και φέρει εικόνες κρητικής τεχνοτροπίας που αποδίδονται στο ζωγράφο Βίκτωρα (1663). Ο ναός αγιογραφήθηκε το 1693 με δαπάνη του «Μαυραηδή-πασά Φαρμάκη» από τη Στεμνίτσα, ο οποίος είχε εξισλαμισθεί, αλλά επανήλθε στο Χριστιανισμό επί Ενετοκρατίας. Απεικόνιση του χορηγού υπάρχει στη δυτική πλευρά του ναού (υπό τη μορφή τυπικού Ανατολίτη με βλοσυρό ύφος, πολυτελές ένδυμα και κομπολόι) δίπλα στην αγία Ελένη. Μεταξύ των αγιογραφιών ξεχωρίζουν οι εξαιρετκής τέχνης βυζαντινές μορφές των αγίων Πέτρου και Παύλου, όπως και μορφές διαφόρων αγίων. Την εξωτερική τοιχοποιία του ναού κοσμούν οδοντοτές ταινίες, εντοιχισμένα ανάγλυφα και πήλινα πιάτα από τη Μ. Ασία. Πάνω από την είσοδο υπάρχει ωραίο καμπαναριό από πωρόλιθο. Στο προαύλιο βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα το κτίριο των κελιών, το οστεοφυλάκιο και μια βρύση.
Από τα μέσα του 17ου λειτουργούσε στη Νέα Μονή η «Σχολή της Δημητσάνας», σχολή Γορτυνίων κληρικών, από τις πλέον σημαντικές ιερατικές σχολές στην Τουρκοκρατία. Ανέδειξε πλήθος δασκάλων, ιερέων, ιεροκηρύκων, μοναχών, ανωτέρων κληρικών, καθώς και ηγετικές μορφές της Εκκλησίας. Προσέφερε τέσσερις πατριάρχες Ιεροσολύμων, δύο Οικομενικούς Πατριάρχες, πολλούς ανώτατους εκκλησιαστικούς άνδρες (Γρηγόριος ο Ε΄, Παλαιών Πατρών Γερμανός), συνολικά 80 μητροπολίτες και επτά πατριάρχες. Η Μονή υπήρξε κέντρο πνευματικής αντίστασης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το 1764 η σχολή διαλύθηκε και μεταφέρθηκε στη Δημητσάνα που πήρε τη σκυτάλη της πνευματικής της δραστηριότητας. Η Μονή συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1834, οπότε και διαλύθηκε με απόφαση της Βαυαρικής Αντιβασιλείας.
Από τη Νεα Μονή σήμερα σώζεται ο ωραίος ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο οποίος διασώζει πολλές αγιογραφίες του 17ου αιώνα.
Στην Παλαιά Μονή Φιλοσόφου ο επισκέπτης έχει πρόσβαση από μονοπάτι που ξεκινάει από τη Νέα Μονή Φιλοσόφου. Το μονοπάτι περνά δίπλα από την Παλαιά Μονή και αφού διασχίσει το γεφύρι στο Λούσιο καταλήγει στη Μονή Προδρόμου.
Η Ιερά Μονή του Προδρόμου, 7 χλμ. από τη Δημητσάνα και κοντά στα πανέμορφα χωριά της Στεμνίτσας, είναι κτισμένη μέσα στο βράχο σ’ ένα συναρπαστικό και επιβλητικό φυσικό τοπίο, στην αριστερή πλευρά της χαράδρας του Λουσίου.
Ο ναός του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου είναι μονόκλιτη θολωτή βασιλική και κοσμείται με αξιόλογες αγιογραφίες. Τοιχογραφίες υπάρχουν και εκτός του ναού μαγνητίζοντας το βλέμμα κάθε επισκέπτη. Η μονή αυτή ως κοινόβιο μοναστήρι έγινε μάλλον στα μέσα του 16ου αι. αλλά από το 12ο αι. άκμαζαν στην περιοχή πολλά ασκητήρια με σπουδαιότερο αυτό του Τιμίου Προδρόμου. Επί τουρκοκρατίας (16ο αι.) τα ασκητήρια αυτά ενώθηκαν αποτελώντας τη Μονή. Από την αρχή της ίδρυσης έγινε σταυροπηγιακή.
Η Μονή είχε το δικό της μερίδιο προσφοράς στον αγώνα και αντιστάθηκε, όταν οι Τούρκοι μετά την επανάσταση του 1770 εξαπέλυσαν τους Αλβανούς εναντίον των ντόπιων που ήσαν οχυρωμένοι στη Μονή. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 ήταν, καταφύγιο για τους αγωνιστές, τους αμάχους, και νοσοκομείο για τους τραυματίες, ενώ συγχρόνως ήταν κέντρο τροφοδοσίας. Χρησίμευσε δε και σαν καταφύγιο και ορμητήριο του Θ. Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα και άλλων οπλαρχηγών.
Το 1834 η μονή διαλύθηκε λόγω ενός διατάγματος περί διάλυσης μονών, που έχουν κάτω από 7 μοναχούς. Το 1838 όμως έγινε ανασύσταση της μονής και γνώρισε μεγάλη ακμή υλική και πνευματική.
Σήμερα στη μονή λειτουργεί εργαστήριο ζωγραφικής και ραπτικής ιερών ενδυμάτων και υπάρχει μια αξιόλογη συλλογή 1000 περίπου βιβλίων. Η μονή του Προδρόμου, συνεχίζοντας τις παλιές παραδόσεις, αποτελεί θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.
Ακόμα και αυτή την δύσκολη εποχή της πανδημίας και στις τρεις μονές συρρέει πλήθος των επισκεπτών και προσκυνητών, που συρρέει κάθε χρόνο είναι τεράστιο, γιατί εκτός από την πνευματική ανάταση, που προσφέρει η μονή είναι κτισμένη σε ένα τοπίο απερίγραπτης ομορφιάς, πάνω σε επιβλητικούς βράχους, μέσα σε οργιώδη βλάστηση και από κάτω να ακούγεται το βουητό των νερών του ποταμού Λούσιου.
«Σαν το νερό του ποταμού περνά ο καιρός και φεύγει.
κι όμως η φλέγα τση ζωής ποτέ τζη δε στερεΰγει».
(Δ. Σταυρακάκης, «Με την φεύγα του καιρού», 2003)
*Ο Κων/νος Χαρ Τζιαμπάσης είναι Αρχαιολόγος