Μικρή «ανάσα» στο ιδιαίτερα επιβαρυμένο τοπίο που δημιουργεί η μεγάλη αύξηση κρουσμάτων και νοσηλειών εξαιτίας του κορωνοϊού αποτελεί η άνοδος στους ρυθμούς εμβολιασμών με την πρώτη δόση το τελευταίο δεκαήμερο, καθώς την Παρασκευή είχαν υπερβεί τις 230.000.
Oμως, η προσπάθεια να δημιουργηθούν ακόμα μεγαλύτερες «ρωγμές» στο τείχος των ανεμβολίαστων αποδεικνύεται τελικά πολύ δύσκολη εξίσωση, κάτι που αποτυπώνεται, όχι μόνο στους αριθμούς που παραμένουν «προβληματικοί» –κυρίως αναφορικά με τις πιo ευάλωτες μεγαλύτερες ηλικίες–, αλλά και στις ποιοτικές έρευνες που έχει υπόψη του το Μέγαρο Μαξίμου. Από τις έρευνες αυτές προκύπτει πως οι προσεγγίσεις όσων μέχρι πρόσφατα αρνούνταν να προσέλθουν στα εμβολιαστικά κέντρα ήταν σε μεγάλο βαθμό διαφοροποιημένες, δυσχεραίνοντας την εξεύρεση ενός γενικού μοντέλου «πειθούς» τους από την κυβέρνηση και τους ειδικούς για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις έρευνες:
• Στο ερώτημα «γιατί σκέπτομαι να κάνω το εμβόλιο», οι απαντήσεις ποικίλλουν: άλλοι αναφέρονται στο κόστος των συχνών μοριακών τεστ, άλλοι στο γεγονός πως σε αντίθεση με τις παρέες τους δεν έχουν πρόσβαση σε κλειστούς χώρους διασκέδασης, ενώ κάποιοι είχαν την τραγική εμπειρία να δουν κοντινό τους άνθρωπο να νοσεί βαριά ή να πεθαίνει.
• Επίσης, επιβεβαιώνεται πως οι γενικές καμπάνιες υπέρ του εμβολιασμού και οι προτροπές των ειδικών από τα τηλεπαράθυρα δεν αποδίδουν. Για όσους τελικά πείθονται να εμβολιαστούν, τούτο κατά κανόνα οφείλεται είτε στον προσωπικό γιατρό τους είτε σε κάποιο πρόσωπο που εμπιστεύονται πολύ.
Τα «μέτωπα»
Από τις ίδιες έρευνες προκύπτει επίσης ότι ακόμη και οι εμβολιασμένοι, παρότι είναι «οργισμένοι» με τους ανεμβολίαστους, επειδή θεωρούν ότι «τους στερούν ελευθερίες», δεν επιθυμούν την επέκταση της υποχρεωτικότητας – την οποία πάντως η κυβέρνηση αποκρούει για άλλους και όχι για δημοσκοπικούς λόγους. Οι εμβολιασμένοι επιζητούν την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης, αλλά θέλουν να επιτευχθεί με άλλους τρόπους. Παράλληλα, έχει γίνει κατανοητό πως η έξαρση του κορωνοϊού είναι πανευρωπαϊκό και μη εύκολα αντιμετωπίσιμο πρόβλημα.
Γιατί η κυβέρνηση λέει «όχι» στην επέκταση της υποχρεωτικότητας σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες και σε γενικευμένο lockdown.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει πως η κυβέρνηση δεν αξιολογείται, όπως παλαιότερα, «μονοθεματικά» με βάση τις επιδόσεις της στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι πολίτες, όπως προκύπτει από τις ποιοτικές έρευνες της τελευταίας περιόδου, στρέφουν την προσοχή τους σε όλες τις βασικές πτυχές του κυβερνητικού έργου, από την εξωτερική πολιτική μέχρι την ασφάλεια, με το μέτωπο της ακρίβειας να αρχίζει το τελευταίο διάστημα να κερδίζει έδαφος στην προσοχή τους.
Η κυβέρνηση είναι σαφές πως αναμένει ότι οι αμέσως επόμενες εβδομάδες θα είναι δύσκολες στο μέτωπο του κορωνοϊού. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, επιτελείς του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη αναγνωρίζουν πως θα υπάρξουν μέρες που η πίεση στο ΕΣΥ θα είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, προωθείται η επίταξη των υπηρεσιών ιατρικού προσωπικού, ενώ θέμα χρόνου είναι και η σε ευρεία κλίμακα αξιοποίηση μονάδων του ιδιωτικού τομέα. Ομως, υπάρχει η εκτίμηση ότι τελικώς το σύστημα θα «αντέξει» και ότι με την αύξηση των ρυθμών εμβολιασμού, την αξιοποίηση του όπλου της τρίτης δόσης και τη φυσική ανοσία, περί τα μέσα Δεκεμβρίου η πανδημία θα εισέλθει σε φάση αποκλιμάκωσης.
Ετσι, το Plan A της κυβέρνησης δεν προβλέπει ανατροπές σε σχέση με τα ήδη ισχύοντα. Ουσιαστικά, ο κυβερνητικός «πεντάλογος» είναι: όχι σε καθολικό lockdown, περαιτέρω ενίσχυση του συστήματος υγείας, κατά το δυνατόν αύξηση του ρυθμού των εμβολιασμών, αποφυγή των περιορισμών στους εμβολιασμένους και εντατικοποίηση των ελέγχων για την τήρηση των μέτρων σε όλους τους δημόσιους χώρους. Λέγεται, μάλιστα, χαρακτηριστικά πως «έρχονται δύσκολα Χριστούγεννα για τους ανεμβολίαστους», θέλοντας να εκπέμψουν το μήνυμα πως το πιθανότερο είναι να μην καταστούν αναγκαίοι ευρύτεροι περιορισμοί.
Οπως προαναφέρθηκε, με τα υφιστάμενα δεδομένα η κυβέρνηση απορρίπτει κατηγορηματικά –όχι για δημοσκοπικούς λόγους– τόσο την επέκταση της υποχρεωτικότητας όσο και την επιβολή ενός γενικευμένου lockdown.
Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, τυχόν επέκταση της υποχρεωτικότητας σε άλλους κλάδους θα έπρεπε να έχει μαζικό χαρακτήρα προκειμένου το «αποτύπωμα» στην ανοσία της κοινότητας να είναι ουσιαστικό. Ομως, σε μια τέτοια περίπτωση θα ανέκυπταν μια σειρά από δύσκολα ερωτήματα: ποιες επαγγελματικές κατηγορίες και με ποια κριτήρια θα εξαιρεθούν; Τι «ποινές» θα επιβληθούν στους αρνητές; Εάν υιοθετηθεί η λύση της αναστολής εργασίας, πώς θα αναπληρωθούν όσοι αρνηθούν τον εμβολιασμό; Κατά τις ίδιες πηγές, η επέκταση της υποχρεωτικότητας θα δίχαζε την κοινωνία, με αμφίβολα τα τελικά αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι καμία χώρα δεν την έχει επεκτείνει σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες πέραν του υγειονομικού προσωπικού.
Αναφορικά με το lockdown τονίζεται, πως με δεδομένα τα 40 και πλέον δισ. ευρώ που έχουν διατεθεί για μέτρα στήριξης την τελευταία διετία, δεν υπάρχουν οικονομικά περιθώρια για νέο λουκέτο στην αγορά, ενώ επισημαίνεται πως αντίστοιχη προσέγγιση υπάρχει και σε άλλες χώρες με ανάλογη επιδημιολογική εικόνα με την Ελλάδα. Πάντως, στην Αθήνα δεν περνάει απαρατήρητο ότι χώρες όπως η Αυστρία και η Ολλανδία οδηγούνται σε αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων λόγω της μεγάλης έξαρσης των κρουσμάτων. Εάν η πίεση στο σύστημα υγείας τείνει να τεθεί εκτός ελέγχου, είναι προφανές πως δύσκολα δεν θα ακολουθηθεί ο ίδιος δρόμος.