Είχαν περάσει περίπου τέσσερα χρόνια από το ξενοκίνητο φασιστικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών και παρά τις προσπάθειες των αντιδικτατορικών πολιτικών δυνάμεων, κυρίως πολιτικών και ακτιβιστικών, το καθεστώς παρέμενε ισχυρό. Είχε διαμορφώσει ένα τεράστιο αστυνομικό κατασταλτικό μηχανισμό που έλεγχε κάθε δραστηριότητα που το αμφισβητούσε. Τα στρατοδικεία λειτουργούσαν συνεχώς και χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονταν στις φυλακές και τους τόπους εξορίας. Στα πανεπιστήμια δημοκρατικοί καθηγητές παύθηκαν ή αναγκάστηκαν να παραιτηθούν. Εκατοντάδες φοιτητές πέρασαν τις αίθουσες των στρατοδικείων και με βαριές ποινές οδηγήθηκαν στις φυλακές. Η διοίκηση των πανεπιστημίων πέρασε σε διορισμένα από την χούντα άτομα, κυρίως στρατιωτικούς. Η ασφάλεια, γνωστή ως ‘’πνευματική κίνηση’’ αλώνιζε τα πανεπιστήμια και φασίστες είχαν διοριστεί στους φοιτητικούς συλλόγους. Τα προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης χειροτέρευαν χρόνο με το χρόνο.
Παρά τον κατασταλτικό μηχανισμό, οι αντιδικτατορικές οργανώσεις της νεολαίας παρουσίαζαν σημαντική πρόοδο. Κατανόησαν ότι δε φτάνουν μόνο οι ακτιβιστικές ενέργειες και πολιτικές δηλώσεις, αλλά απαιτείται ενότητα των αντιδικτατορικών δυνάμεων και ο αγώνας να πάρει μαζικό χαρακτήρα.
Έτσι, ξεκίνησε μια διαδικασία με προσφυγές για τη δημοκρατική λειτουργία των φοιτητικών συλλόγων, άρχισε ζύμωση για τα προβλήματα των φοιτητών και των πανεπιστημίων. Στις σχολές εξελέγησαν επιτροπές που να συντονίζουν αυτές τις προσπάθειες μέσα από συγκεντρώσεις.
Το ίδιο διάστημα, έχοντας μια εμπειρία από την προδικτατορική περίοδο, άρχισαν να επαναπροσδιορίζονται και να ιδρύονται σύλλογοι φοιτητών με κοινή καταγωγή, γνωστοί ως τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι. Η χούντα, μην έχοντας λαϊκή υποστήριξη, δε μπόρεσε να τους ελέγξει, παρά τα προσπάθειές της σε κάποιους από αυτούς. Ίσως δεν εκτίμησε την πολιτική σημασία τους στη δοσμένη χρονική περίοδο. Έτσι οι επιτροπές των σχολών και οι τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι αποτέλεσαν τη βάση νόμιμης έκφρασης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Την ημέρα στις σχολές και το βράδυ στα γραφεία των τοπικών συλλόγων, οι φοιτητές συζητούσαν και οργάνωναν τον αγώνα τους, που έπαιρνε σιγά σιγά μαζικό χαρακτήρα. Οι σπασμωδικές κινήσεις της χούντας, με τη διακοπή της αναβολής στράτευσης και της επιστράτευσης φοιτητών που πρωτοστατούσαν, όχι μόνο δεν έκαμψαν τις δράσεις, αλλά αντίθετα ώθησαν νέους φοιτητές στον αγώνα. Ο αγώνας έπαιρνε νέα χαρακτηριστικά, πέρα από τη διεκδίκηση λύσεων στα προβλήματα, έθετε το πολιτικό ζήτημα της πτώσης της χούντας.
Το καλοκαίρι του 1972, με πρωτοβουλία του Τάκη Σέμπου, άρχισε συζήτηση για ίδρυση του Συλλόγου Αρκάδων Φοιτητών. Αρκετοί Αρκάδες φοιτητές ήταν μέλη αντιδικτατορικών οργανώσεων και επιτροπών των σχολών. Έτσι, γρήγορα συντάχθηκε το καταστατικό και οι απαραίτητες υπογραφές , ενώ κατατέθηκε στο πρωτοδικείο για έγκριση. Από το πρωτοδικείο ορίστηκε προσωρινή διοικούσα επιτροπή, όπως είχε προταθεί από τα ιδρυτικά μέλη. Απαρτιζόταν από τον Τάκη Σέμπο, Τσεκούρα Βαγγέλη, Καπερώνη Βασίλη, Σταθόπουλο Στρατή, Ματζουράνη Γιάννη και Σαπουνάκη Τάσο.
Ο σύλλογος στεγάσθηκε στα γραφεία των τοπικών συλλόγων της Πελοποννήσου που τότε λειτουργούσαν (Πατρινοί, Ήλειοι, Μεσσήνιοι, Κορίνθιοι) στην οδό Κατακουζηνού, πίσω από την πλατεία Κάνιγγος το χειμώνα του 1973. Γρήγορα αρκετοί Αρκάδες φοιτητές γράφτηκαν στο σύλλογο και συμμετείχαν στις δραστηριότητες πολιτιστικές και πολιτικές μαζί με συναδέλφους των άλλων τοπικών συλλόγων. Η δραστηριότητα αυτή δεν άφησε αδιάφορη την Ασφάλεια. Τακτικές ήταν οι επισκέψεις των ασφαλιτών Σμαίλη, Κανούση, Μαρκονίκου και άλλων στην είσοδο των γραφείων, ακόμη και μέσα στα γραφεία, αφαιρώντας τις αστυνομικές ταυτότητες και καλώντας τους στα γραφεία της Ασφάλειας στην οδό Μεσογείων. Εκεί, αφού γινόταν η σχετική «περιποίηση» με ξυλοδαρμό, φωτογράφιση και δαχτυλικά αποτυπώματα, κατατάσσονταν στους «σεσημασμένους» και «εθνικά επικίνδυνους». Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί ότι πολλοί συνάδελφοι, σε αυτές τις επιχειρήσεις της ασφάλειας, έβρισκαν καταφύγιο στο γραφείο του σωματείου των τυφλών, που βρισκόταν έναν όροφο πιο κάτω από αυτό των φοιτητών.
Όμως το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα όχι μόνο δεν υποχωρούσε, αλλά προέβαινε σε νέες πιο δυναμικές κινητοποιήσεις. Κορυφαίο γεγονός ήταν η κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973. Εφόσον δε μπόρεσαν με τις στρατεύσεις να τρομοκρατήσουν τους φοιτητές, προχώρησαν τον Απρίλη του 1973 σε μαζικές συλλήψεις φοιτητών, μεταξύ αυτών και τέσσερα μέλη της διοικούσας επιτροπής του συλλόγου. Το Μάιο του 1973, τα εναπομείναντα μέλη της επιτροπής προκήρυξαν Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του Συλλόγου. Συμμετείχαν 63 φοιτητές και εξέλεξαν διοικητικό συμβούλιο που απαρτίστηκε από τον Κώστα Λαλιώτη που ανέλαβε πρόεδρος, τον Τάκη Σέμπο, Τάσο Σαπουνάκη, Γιώργο Γρηγορίου, Στρατή Σταθόπουλο, Σούλη Ξενοδημητρόπουλο, και Παναγιώτη Βέμμο ως τακτικά μέλη και την Τασία Σταματοπούλου ως αναπληρωματική. Στη Γενική Συνέλευση εγκρίθηκε ψήφισμα που καλούσε να απελευθερωθούν οι κρατούμενοι στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και να επιστρέψουν στις σχολές οι επιστρατευμένοι φοιτητές. Το ψήφισμα δόθηκε στις εφημερίδες και δημοσιεύθηκε στα Νέα και τη Βραδυνή.
Το Συμβούλιο προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί σαν σύλλογος το καλοκαίρι στην Αρκαδία κάνοντας συζητήσεις, ήταν όμως δύσκολο να προχωρήσει σε εκδηλώσεις. Το Σεπτέμβριο με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς τα γραφεία μεταφέρθηκαν στην οδό Σολωμού. Γρήγορα αυξήθηκαν τα μέλη του Συλλόγου, δημιουργήθηκαν επιτροπές για τη μελέτη προβλημάτων και για διοργάνωση εκδηλώσεων. Μία από αυτές, που έγινε προς τα τέλη Οκτωβρίου, έχει ιδιαίτερη σημασία. Μετά από συζήτηση με τον μουσικοσυνθέτη Σπύρο Σαμοίλη, αποφασίστηκε να γίνει παρουσίαση σε συναυλία το πρόσφατο τότε έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Τα Λιανοτράγουδα» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Μάλιστα, εστάλη πρόσκληση στο Γιάννη Ρίτσο να παρευρεθεί ή να στείλει μήνυμα στη συναυλία. Ο ποιητής ζήτησε από την τότε παράνομη ΚΝΕ πληροφορίες για το σύλλογο, αφού διαβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για σύλλογο με συνεπή αντιδικτατορική δράση, πραγματοποίησε συνάντησή με το προεδρείο και έκανε γνωστή την παρουσία του στη συναυλία. Να σημειωθεί πως τότε η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ήταν απαγορευμένη. Η συναυλία ήταν η πρώτη και μοναδική δημόσια συναυλία με έργο του Μίκη Θεοδωράκη στη διάρκεια της δικτατορίας. Στη συναυλία παρευρέθηκε πλήθος κόσμου και πολλοί αντιστασιακοί, μεταξύ αυτών και ο Αλέκος Παναγούλης. Παρότι δόθηκαν δύο διαδοχικές παραστάσεις οι άνθρωποι δε χώρεσαν στο χώρο της αίθουσας. Ο Γιάννης Ρίτσος απήγγειλε την Ρωμιοσύνη και στις δύο παραστάσεις. Η εκδήλωση ήταν ένα πολιτιστικό και πολιτικό γεγονός και έγινε αναφορά από τις ελληνικές εκπομπές της Deutche Welle, BBC, Φωνή της αλήθειας κι στα ψιλά, λόγω λογοκρισίας, σε αθηναϊκές εφημερίδες.
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου η συμμετοχή των μελών του συλλόγου υπήρξε καθολική. Δεν ήταν λίγοι αυτί που ανέλαβαν ενεργό μέρος στην καθοδήγηση και υλοποίηση των αποφάσεων της συντονιστικής επιτροπής. Λίγες μέρες μετά, με απόφαση της Χούντας, απαγορεύθηκε η λειτουργεία ου συλλόγου. Πολλά μέλη του συλλόγου συνελήφθησαν και αρκετά πέρασαν στην παρανομία. Μπορεί τα γραφεία να έκλεισαν, ο αγώνας όμως δε σταμάτησε. Οι αποχές στις σχολές για την απελευθέρωση των κρατουμένων και οι εκδηλώσεις ενάντια στη Χούντα δε σταμάτησαν μέχρι τη μεταπολίτευση.
Μετά την τραγωδία της Κύπρου, ο σύλλογος, όπως και άλλοι τοπικοί σύλλογοι, άμεσα επαναδραστηριοποιήθηκαν. Καλοσώρισαν τους κρατούμενους της Γυάρου στη Ραφήνα και τους φυλακισμένους έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού. Συμμετείχαν στις διαδηλώσεις καταδίκης της εισβολής στην Κύπρο και απαίτησαν την έξοδο της χώρας από το ΝΑΤΟ. Ο Σύλλογος Αρκάδων Φοιτητών, σε συνεννόηση με τοπική επιτροπή δημοκρατικών πολιτών, διοργάνωσε συγκέντρωση και πορεία στην Τρίπολη για την Κύπρο σπάζοντας το φόβο και την τρομοκρατία. Τα Χριστούγεννα δε, στον κινηματογράφο Αρκαδία διοργάνωσε εκδήλωση για το Πολυτεχνείο σε μια κατάμεστη αίθουσα. Τέλος τον Απρίλη του 1975, συμμετείχε στο πρόγραμμα εορτασμού της Β Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος, παρουσιάζοντας το σοβιετικό ντοκιμαντέρ Φιλική Εταιρεία και το ελληνικό Έλληνες λαϊκοί ζωγράφοι, μιλώντας για το πραγματικό περιεχόμενο των αποφάσεων της Συνέλευσης για τις εθνικές γαίες και για τις αντιπαραθέσεις που οδήγησαν στον Εμφύλιο, αλλά και στην κατάργηση της δουλείας.
Ο σύλλογος λειτούργησε για αρκετά χρόνια μετά με σημαντική πολιτιστική και πολιτική δράση. Σήμερα, η σπουδάζουσα και εργαζόμενη νεολαία, αντλώντας πείρα και κουράγιο από τη γενιά της Αντίστασης, που πάλευε για λεύτερη πατρίδα και πανανθρώπινη λευτεριά, τη γενιά του Πολυτεχνείου που αγωνίστηκε για ψωμί-παιδεία-ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία, μπορεί με την ορμή και τη δύναμη που διαθέτει να αλλάξει την πορεία του τόπου, βάζοντας τέρμα στη βαθιά κοινωνική, οικονομική και εθνική κρίση.
Νοέμβριος 2021