Συντετριμμένος για τον χαμό της μητέρας του είναι ο γιoς της άτυχης Μόνικα, της γυναίκας που βρέθηκε τσιμεντωμένη στην αυλή του σπιτιού που διέμενε μαζί με τον σύντροφό της στην Κυπαρισσία.
Ο πρώην σύντροφος της άτυχης γυναίκας που είναι ο νούμερο ένα ύποπτος για το φρικιαστικό έγκλημα, έφυγε στη Ρουμανία μετά την εξαφάνισή της.
Μιλώντας στο Star και την Κατερίνα Ρίστα αποκαλύπτει ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή πίστευε ότι το πτώμα που βρέθηκε δεν είναι της μητέρας του και ήλπιζε στο θαύμα.
Ο γιος πίστευε ότι η μητέρα του θα κατάφερνε να ξεφύγει από τη μανία του κακοποιητικού συντρόφου της και ότι θα είχε καταφέρει να κρυφτεί κάπου για να σωθεί, ενώ καταγγέλλει ότι ο καταζητούμενος δεν την άφηνε να μιλάει στο τηλέφωνο, ακόμα και στα παιδιά της.
«Προσπάθησα τον τελευταίο 1,5 χρόνο περίπου να έχω επαφές με τη μητέρα μου, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν. Η μητέρα μου δεν είχε κινητό τηλέφωνο, δεν την άφηνε. Την κακοποιούσε, ό,τι κέρδιζε από τη δουλειά του που έκανε το ξόδευε σε αλκοόλ και επειδή η μητέρα μου είχε μερικά προβλήματα υγείας και δεν μπορούσε να δουλέψει και λόγο αυτού την κακοποιούσε. Ήταν ένας άνθρωπος εκεί στην Κυπαρισσία, που πήγαινε σε αυτόν η μητέρα μου για να πάρει τηλέφωνο τον πατέρα μου για να μιλήσει με τα παιδιά. Είχε μόνο αυτός κινητό τηλέφωνο και όσο και να τον παίρναμε δεν το σήκωνε ή όταν το σήκωνε την άφηνε ξέρω εγώ 2 λεπτά και αυτό ήτανε», είπε.
Ο μεγάλος γιος της άτυχης γυναίκας που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, δηλώνει πεπεισμένος πως πίσω από το στυγερό έγκλημα κρύβεται ο νούμερο ένα ύποπτος, ο σύντροφος της μητέρας του, για τον οποίο έχει εκδοθεί και ένταλμα σύλληψης.
«Ναι εγώ πιστεύω ότι αυτός είναι, ναι ήταν ικανός γιατί εγώ πριν φύγω από την Ελλάδα, τον είχα συναντήσει προσωπικά και τον ήξερα και ήξερα ότι είναι ένας βίαιος άνθρωπος. Πριν 1,5 χρόνο ο αδερφός μου ο μεσαίος, 16χρονών, είχε μείνει στην Κυπαρισσία για τις διακοπές του. Μια μέρα πριν φύγει την είχε συναντήσει και της πρότεινε να πάνε μαζί στην Αθήνα. Πιστεύω ότι άμα είχε κάνει αυτή την επιλογή δεν θα είχαν φτάσει τα πράγματα μέχρι εδώ», κατέληξε.