Οι πίνακες του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου είχαν θεματικές παρμένες κυρίως από τη χριστιανική παράδοση. Η Παναγία είναι μια από τις κυρίαρχες μορφές στα έργα του ζωγράφου.
του Κωνσταντίνου Τζιαμπάση*
Η απεικόνιση των μορφών αυτών δεν ήταν κάθε φορά η ίδια αλλά εξελίσσονταν ανάλογα με τις επιρροές του Θεοτοκόπουλου και την εξέλιξη και ωρίμανσή του ως καλλιτέχνη κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι επιρροές του Θεοτοκόπουλου ήταν πολλές, τα διαφορετικά καλλιτεχνικά ρεύματα, τα μέρη που έζησε, καθώς και τους καλλιτέχνες με τους οποίους ήρθε σε επαφή.
Το πρώτο αντιπροσωπευτικό έργο του Θεοτοκόπουλου της νεανικής περιόδου, είναι η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου από την Ερμούπολη της Σύρου (εικ.1). Η καινοτομία που παρουσιάζει ο Θεοτοκόπουλος δεν έγκειται στη θεματική της εικόνας, αλλά στο συνδυασμό πολλών αναγεννησιακών και Παλαιολόγείων στοιχείων με το κλασικό. Η εικόνα της Παναγίας χαρακτηρίζεται από γλυκύτητα, κίνηση και χάρη, όπως όλες οι εικόνες της «Κρητικής Σχολής» ενώ οι άλλες γυναικείες μορφές θρηνούν, όλες αποτυπωμένες κατά τα βυζαντινά πρότυπα.
Αυτή την σκληρότητα και ταυτόχρονα την γλυκύτητα του μεγάλου Κρητικού καλλιτέχνη αναζητά ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο». Σε έναν δύσκολο Δεκαπενταύγουστο αναφέρεται το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Τη μέρα κείνη, της Κοίμησης της Παναγίας, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθονταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε…….
Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν. Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
– Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
– Δάγκασε τη γλώσσα σου, του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγία, σήμερα είναι η χάρη της.
Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς. Κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα………
Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
– Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
– Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε, σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη, θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα. Αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε. Ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σ’ όλους τους γειτώνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο
*Ο Κωνσταντίνος Τζιαμπάσης είναι αρχαιολόγος