Καταπέλτης για τον καθ’ ομολογίαν δολοφόνο της Γαρυφαλλιάς είναι το σκεπτικό της προφυλάκισης από την εισαγγελέα της Νάξου, που δε χρειάστηκε περισσότερο από μία σελίδα για να αποδομήσει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του 30χρονου.
Την ίδια στιγμή ανατριχιαστικές είναι οι λεπτομέρειες που έδωσε στην ομολογία του ο 30χρονος για τη δολοφονία της 26χρονης Γαρυφαλλιάς στη Φολέγανδρο. Ο 30χρονος ανέφερε ότι το ζευγάρι είχε «προβλήματα συνεννόησης» και εκείνος εκνευριζόταν επειδή εκείνη τον καθοδηγούσε λάθος στο δρόμο γιατί «είτε έστελνε μηνύματα, είτε είχε το μυαλό της αλλού».
Ο 30χρονος καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της 26χρονης Γαρυφαλλιάς ισχυρίστηκε παράλληλα πως «άλλαζε γνώμη» συχνά και αυτό τον εκνεύριζε. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι όταν έχασαν τον δρόμο τους και αφού ο καυγάς στο αμάξι φούντωσε, εκείνη βγήκε από το αμάξι και φώναξε «βοήθεια» και εκείνος «θόλωσα τόσο πολύ με το περιστατικό που ζητούσε βοήθεια, που ηθελημένα την έσπρωξα στον γκρεμό».
Η ιατροδικαστική έκθεση όμως, δεν συμφωνεί με τους ισχυρισμούς του 30χρονου, ο οποίος αναφέρει ως μοναδική επαφή με την 26χρονη τις δύο σπρωξιές προς τον γκρεμό. Τα ευρήματα των ειδικών παραπέμπουν σε ξυλοδαρμό της κοπέλας πριν την σπρώξει από τα βράχια.
«Καταπέλτης» ο ανακριτής και η εισαγγελέας
Γνωμοδοτώντας υπέρ της προφυλάκισης του κατηγορούμενου, η εισαγγελέας αναφέρει πως ο 30χρονος -ο οποίος σημειωτέον κατά την απολογία του έφτασε στο σημείο να ρίξει ευθύνες και να κατηγορήσει το θύμα- προέβη στο αποτρόπαιο έγκλημα του δι’ ασήμαντον αφορμή.
«Όταν η θανούσα εξήλθε καλώντας σε βοήθεια, την χτύπησε στο κεφάλι και την έσπρωξε δύο φορές προκειμένου να πέσει στον γκρεμό και να σκοτωθεί, όπερ και εγένετο» επισημαίνεται ακόμη, κατά πληροφορίες στο ένταλμα με το οποίο διατάχθηκε η προφυλάκιση του καθ’ ομολογίαν δολοφόνου.
Μάλιστα, στο ένταλμα αναφέρεται ότι ο 30χρονος «κολύμπησε αντίθετα από το σημείο του συμβάντος ώστε να παραπλανήσει τις αρχές και να διαφύγει την σύλληψη». Επιπρόσθετα, εξαφάνισε αποδεικτικά στοιχεία, όπως το δικό του κινητό τηλέφωνο και το τηλέφωνο θύματος, για τα οποία ενώπιον του ανακριτή ο ίδιος δήλωσε άγνοια για το που βρίσκονται.
«Γνωμοδοτούμε υπέρ της επιβολής της προσωρινής κράτησης διότι από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης κρίνουμε ότι αν (ο κατηγορούμενος) αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα» αναφέρει σύμφωνα με πληροφορίες στη σχετική γνωμοδότησή της η εισαγγελέας και σε άλλο σημείο αυτής επισημαίνει πως ο δράστης «για ασήμαντη αφορμή (λογομαχία) ένιωσε προσβεβλημένος και εξαπέλυσε δολοφονική επίθεση κατά ενός ατόμου από το στενό του περιβάλλον, το οποίο ήταν σωματικά πιο αδύναμο από τον ίδιο (χτυπήματα, μεθοδευμένο σπρώξιμο σε βραχώδη απόκρημνο γκρεμό)».
Στη συνέχεια, σύμφωνα με την εισαγγελέα, «προέβη σε λελογισμένες ενέργειες ήτοι την απομάκρυνση από το σημείο, επιμελή απόκρυψη και αποφυγή επικοινωνίας του με τις αρχές, οργανωμένη εξαφάνιση αποδεικτικών στοιχείων (κινητά τηλέφωνα), ενέργειες που δείχνουν άκρως ψύχραιμη συμπεριφορά (…)». Κρίνουμε – αναφέρει η εισαγγελέας – «ότι ο κατηγορούμενος είναι ένα ευέξαπτο άτομο το οποίο για ασήμαντο λόγο είναι έτοιμο να προξενήσει μη αναστρέψιμη βλάβη σε συνάνθρωπό του και δη σε άτομο του στενού του περιβάλλοντος, τα οποία αυτός θεωρεί ότι τον προσβάλλουν, τον αμφισβητούν ή τον μειώνουν, καθιστώντας τον επικίνδυνο για διάπραξη νέων αδικημάτων. Άλλωστε, όπως ο ίδιος αναφέρει στην απολογία του ενώπιον των αρμοδίων προανακριτικών υπαλλήλων «με είχε νευριάσει και την σκότωσα, ένιωσα δηλαδή ότι με υποβιβάζει, γι’ αυτό και έχασα τον έλεγχο».
Ακόμη, στο ένταλμα περί προφυλάκισης, αναφέρεται πως:
«Ο κατηγορούμενος διαπληκτίστηκε επανειλημμένως με την θανούσα με την οποία διατηρούσε ερωτικό δεσμό« και πως «εξεμάνη διότι εθίγη ο εγωισμός του («διαφωνούσαν για τα πάντα», τον «εκνεύρισε», τον «επέκρινε», τον «μάλωνε», δεν τον «σεβόταν», τον «ειρωνευόταν»)». Τότε οδήγησε το αυτοκίνητο δίπλα στο γκρεμό «και όταν η θανούσα εξήλθε καλώντας σε βοήθεια, την χτύπησε στο κεφάλι και την έσπρωξε δύο φορές προκειμένου να πέσει στον γκρεμό και να σκοτωθεί, όπερ και εγένετο».
Στη δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση, καταγράφονται βήμα – βήμα τα επιβαρυντικά στοιχεία για τον 30χρονο, τα οποία και έκριναν την απόφαση περί προφυλάκισής του. Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως ο δράστης: «Έσυρε και εγκατέλειψε την θανούσα στη θάλασσα, δεν ειδοποίησε τις αρχές ή ασθενοφόρο για τις πρώτες βοήθειες, πέταξε το σακίδιο με τα προσωπικά είδη-ατομικά στοιχεία στη θάλασσα ώστε να εξαφανίσει τα ίχνη- κολύμπησε αντίθετα από το σημείο του συμβάντος ώστε να παραπλανήσει τις αρχές και να διαφύγει την σύλληψη και εξαφάνισε και το δικό του κινητό τηλέφωνο και της θανούσης (ούτε ευρέθησαν ούτε κάνει λόγο για αυτά) ενώ προκύπτει ότι η θανούσα έστελνε μηνύματα και στο σακίδιο του κατηγορουμένου ανευρέθη power bank μαύρο για φόρτιση κινητού τηλεφώνου, …».
Όπως επισημαίνεται ο ανακριτής Νάξου που έλαβε και την απολογία από τον 30χρονο, τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρούν ότι «εθίγει ο εγωισμός του κατηγορουμένου έστω και για ασήμαντη αφορμή -εν προκειμένω ήταν η εσφαλμένη κατεύθυνση καθοδόν προς αναψυχή» ενώ αυτός «δεν διστάζει να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή οικείου του με σκληρότητα στην εκτέλεση και μεθοδικότητα στην απόκρυψη του εγκλήματος».
Κούγιας: «Σχεδίασε με ηρεμία τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς»
Την πεποίθηση του ότι, ο 30χρονος καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της 26χρονης Γαρυφαλλιάς, προσπάθησε να διαφύγει εκφράζει ο Αλέξης Κούγιας μετά τη μελέτη της δικογραφίας. Σημειώνει μάλιστα πως από την ιατροδικαστική έκθεση αποδεικνύεται, κατά την κρίση του, ότι ο δράστης σχεδίασε με απόλυτη ηρεμία την δολοφονία της νεαρής συντρόφου του στη Φολέγανδρο.
Ο δικηγόρος της οικογένειας της 26χρονης Γαρυφαλλιάς επισημαίνει επίσης ότι προκύπτει χωρίς ενδοιασμό και επιφύλαξη ότι ο κατηγορούμενος είναι ένας υγιέστατος άνθρωπος και μάλιστα ότι στην πιο πρόσφατη από τις δύο βεβαιώσεις ο υπογράφων ψυχίατρος δεν του συνιστά να ακολουθήσει οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή και δεν του χορηγεί κανένα ψυχοφάρμακο.
Ειδικότερα ο Αλέξης Κούγιας αναφέρει:
«Από τη μελέτη της δικογραφίας που σχηματίστηκε εις βάρος του δράστη της ανθρωποκτονίας της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου, προκύπτουν χωρίς κανένα ενδοιασμό και καμία επιφύλαξη τα εξής:
1. Ο δράστης του εγκλήματος είναι ένας υγιέστατος άνθρωπος που ποτέ δεν έχει νοσηλευθεί σε καμία ψυχιατρική κλινική σε οιοδήποτε μέρος της υφηλίου.
2. Ο δράστης προσκόμισε κατά την απολογία του κάποια έγγραφα, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αποδεικνύουν ότι είχε διπολική διαταραχή, και ειδικότερα προσκόμισε δύο βεβαιώσεις από δύο ψυχιάτρους, εκ των οποίων βεβαιώσεων όμως ουδεμία βεβαιώνει ότι ο δράστης είχε διπολική διαταραχή.
Το σημαντικό είναι ότι στην πιο πρόσφατη από τις δύο βεβαιώσεις ο υπογράφων ψυχίατρος δεν του συνιστά να ακολουθήσει οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή και δεν του χορηγεί κανένα ψυχοφάρμακο.
3. Από τη γνωμάτευση του Ιατροδικαστή κ. Μπογιόκα αποδεικνύεται, κατά την κρίση μου, ότι ο δράστης σχεδίασε με απόλυτη ηρεμία την ανθρωποκτονία εις βάρος της αείμνηστης Γαρυφαλλιάς, με την οποία, όπως ο ίδιος παραδέχεται, ευρίσκετο σε μια συνεχή αντιπαράθεση λόγω του ανωτέρου μορφωτικού επιπέδου της και των συντηρητικών απόψεών της και, αφού πρώτα σκοπίμως οδήγησε το αυτοκίνητό του σε αυτή τη βραχώδη ερημική περιοχή, ώστε να μην υπάρχει καμία δυνατότητα σωτηρίας του θύματος, πραγματοποίησε το ανθρωποκτόνο σχέδιό του χτυπώντας το ανυπεράσπιστο θύμα με τρομερά χτυπήματα στο κεφάλι, κατά τον ιατροδικαστή με θλων όργανο, και, όταν η κοπέλα εκλιπαρούσε να σταματήσει ζητώντας βοήθεια και προσπαθώντας να τον αποφύγει με όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει, αυτός την κυνηγούσε, της έσκιζε τα ρούχα και συνέχιζε να τη χτυπά στο κεφάλι, με αποτέλεσμα τα ρούχα της, ένα κολιέ και ένα σκουλαρίκι να βρεθούν κατά τη μαρτυρική προσπάθεια διαφυγής της από το αυτοκίνητο μέχρι τη θάλασσα, έως το άκρο της βραχώδους περιοχής, απ’ όπου, αφού κατέρρευσε αναίσθητη, ο δράστης πιστεύοντας ότι είναι νεκρή, την εκσφενδόνισε στη θάλασσα, όπως συνέβη και στην υπόθεση της αείμνηστης Τοπαλούδη, για να εξαφανίσει το πτώμα της, ώστε πιθανότατα να ισχυριστεί ότι εκείνη εξαφανίστηκε, όχι γιατί αυτός τη δολοφόνησε, αλλά με δική της επιλογή.
Αυτές είναι κατά την κρίση μου οι πρώτες διαπιστώσεις, όπως επίσης κατά την κρίση μου ο δράστης δεν παρέμεινε στη συγκεκριμένη περιοχή όλο το χρονικό διάστημα μέχρι να τον εντοπίσουν οι αστυνομικοί, αλλά προσπάθησε να διαφύγει, πλην όμως αυτό ήταν αδύνατο, αφού το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να μετακινηθεί και δεν κατόρθωσε να βρει έναν ασφαλή τρόπο διαφυγής.
Αθήνα, 23 Ιουλίου 2021
Με εκτίμηση
Αλέξιος Χ. Κούγιας»