Μιλώντας στο επιστημονικό συνέδριο του Δήμου Λευκάδας και του Πνευματικού Κέντρου Λευκάδας με θέμα: «Η ιστορική διαδρομή του Ιωάννη Καποδίστρια», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Προκόπης Παυλόπουλος τόνισε, μεταξύ άλλων:
«Ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, υπήρξε όχι μόνον ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς της Νεότερης Ελλάδας, αλλά και ένας κορυφαίος διπλωμάτης, ο οποίος, προτού αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης της πατρίδας μας και ενόσω υπηρετούσε στη Ρωσική αυλή, επηρέασε και διαμόρφωσε, όσο κανένας άλλος Έλληνας, τη διεθνή πολιτική σκηνή της εποχής του. Η πλήρης αφοσίωσή του στην αγωνιώδη προσπάθειά του να οικοδομήσει κράτος, μέσα στο χάος του μετεπαναστατικού τοπίου που παρέλαβε μετά την επιτυχία της Εθνεγερσίας του 1821, υπήρξε μοναδική και ανυπέρβλητη, πραγματική «Εθνική Παρακαταθήκη» προσήλωσης στο Εθνικό Χρέος και διαρκές παράδειγμα προς μίμηση, ιδίως για τους Έλληνες πολιτικούς.
Αφήνοντας πίσω μια τόσο λαμπρή, διπλωματική, σταδιοδρομία στη Ρωσική Αυλή, ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, αποβιβάζεται στις 11 Ιανουαρίου του 1828 στην Αίγινα και αντικρίζει μια εικόνα αποκαρδιωτική. Η οποία, όμως, τον οπλίζει και με την αναγκαία σ’ εκείνες τις περιστάσεις αποφασιστικότητα, προκειμένου να προσφέρει τα πάντα υπέρ του Ελληνικού Λαού, ο οποίος εμπιστεύθηκε την τύχη του στα χέρια του. Έχοντας μόνο γνώμονα των ενεργειών του την ανάγκη διακυβέρνησης του Τόπου για την ανόρθωσή του, ο Ιωάννης Καποδίστριας αντιλήφθηκε ότι τούτο ήταν ανέφικτο με πλήρη εφαρμογή του τότε ισχύοντος Συντάγματος του 1827. Γι’ αυτό με εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια, η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία, μετά το πέρας των εργασιών της, είχε συγκροτηθεί σε σώμα ως (απλή) Βουλή, ανέστειλε την εφαρμογή του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος» του Συντάγματος της Τροιζήνας και αυτοκαταργήθηκε.
Η Βουλή υιοθέτησε ψήφισμα στις 18 Ιανουαρίου του 1828, με το οποίο ίδρυε νέο «προσωρινό» Πολίτευμα, το οποίο ανέθετε όλες τις εξουσίες στον κυβερνήτη. Σε επικουρία του Ιωάννη Καποδίστρια θα λειτουργούσε, ως συμβουλευτικό όργανο, το Πανελλήνιο, το οποίο, σύμφωνα με νεότερο ψήφισμα του κυβερνήτη θα αποτελούνταν από 27 μέλη που ο ίδιος θα επέλεγε.
Το Πανελλήνιο είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα, τα οποία διατύπωναν γνώμη για τα οικονομικά, τα διοικητικά και τα στρατιωτικά ζητήματα, αντιστοίχως. Ταυτοχρόνως, εξαγγελλόταν η σύγκληση της Δ′ Εθνικής Συνέλευσης τον Απρίλιο του 1828. Πολλοί άσκησαν κριτική στον Ιωάννη Καποδίστρια, ότι οι επιλογές του αυτές απηχούσαν τις πολιτικές του αντιλήψεις υπέρ της Δεσποτείας και κατά της Δημοκρατίας. Όπως όμως ήδη διευκρινίσθηκε, ο Ιωάννης Καποδίστριας άσκησε τα καθήκοντά του με μόνο γνώμονα το συμφέρον του Τόπου και του Λαού.
Στο εσωτερικό, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ν’ αντιμετωπίσει την πειρατεία, την διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας. Ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξε ο Ιωάννης Καποδίστριας για τη δημιουργία δικαστηρίων, θεσπίζοντας και Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του Στρατού περιλαμβάνεται και η ίδρυση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Ίδρυσε, επίσης, Εθνικό Νομισματοκοπείο, ενώ καθιέρωσε το Φοίνικα ως εθνικό νόμισμα. Όσον αφορά στην εκπαίδευση, ανήγειρε νέα σχολεία, εισήγαγε τη μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου και ίδρυσε Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο. Ανήγειρε, ακόμη, το Ορφανοτροφείο Αίγινας. Δεν ίδρυσε Πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Μερίμνησε για τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση ελληνικών πόλεων, όπως το Ναύπλιο, το Άργος, το Μεσολόγγι και η Πάτρα, έργο που ανέθεσε στον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτιο Βούλγαρη. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο εμπόριο, με την παραχώρηση δανείων στους νησιώτες, για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο. Τον Οκτώβριο του 1829, ίδρυσε το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα.
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, ο Ιωάννης Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας και ενεθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας. Επίσης, προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική οικονομία, ο Ιωάννης Καποδίστριας ίδρυσε την «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα», η οποία όμως απέτυχε. Είτε γιατί, κατά μία άποψη, το Δημόσιο εκμεταλλευόταν χωρίς όρους τα χρήματα των καταθέσεων, είτε εξαιτίας της αντίθεσης των προυχόντων προς το καποδιστριακό καθεστώς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το νέο αυτό θεσμό. Σχετικά με την εσωτερική του πολιτική, πρέπει να μνημονευθεί η μεγάλη έμπρακτη συμβολή του φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια Ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου, ο οποίος δικαίως θεωρείται και ο θεμελιωτής της μακράς και ανέφελης Ελληνο-Ελβετικής Φιλίας.
Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι, έπειτα από διαπραγματεύσεις, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830, με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας, η οποία θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. Η συμβολή του Ιωάννη Καποδίστρια στην οριστική διατύπωση και στην τελική υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου το 1830 υπήρξε καθοριστική.
Συμπερασματικώς, ο Ιωάννης Καποδίστριας αφιέρωσε, κυριολεκτικώς, τον εαυτό του στον ιερό σκοπό της δημιουργίας, εκ του μηδενός, σύγχρονου ελληνικού κράτους, βάζοντας τις βάσεις για μιαν Ελλάδα αντάξια του παρελθόντος της αλλά και της προοπτικής της. Ακαταπόνητος και αποφασιστικός, εργάσθηκε «με λογισμό και μ’ όνειρο», για να θυμηθούμε το στίχο του Διονυσίου Σολωμού στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
Μόλις τριάμισι χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, η δολοφονία του στο Ναύπλιο, καθαρώς πολιτική δολοφονία, από τον Κωνσταντίνο και τον Γιώργο Μαυρομιχάλη –και εκείνους βεβαίως που κρύβονταν πίσω τους, ως ηθικοί αυτουργοί, εντός και εκτός Ελλάδας- έβαλε θλιβερό τέλος στο μεγαλόπνοο έργο του και βύθισε τον ελληνικό λαό σε βαρύ πένθος. Εάν δεν είχε δολοφονηθεί ο Ιωάννης Καποδίστριας και, επέκεινα, εάν είχε ολοκληρώσει τη θητεία του και το έργο του, μάλλον η Ελλάδα δε θα είχε καταλήξει να δεχθεί το καθεστώς μοναρχίας που εγκαθιδρύθηκε με την έλευση του Όθωνος. Στην Ελλάδα μάλλον θα είχε εμπεδωθεί μια δημοκρατική διακυβέρνηση, εναρμονισμένη με τη βούληση και τη νοοτροπία των Ελλήνων, όπως αυτή είχε διαφανεί καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα μετά την Εθνεγερσία του 1821. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μνήμη του Ιωάννη Καποδίστρια, ιδίως κατά τη σημερινή πολλαπλώς κρίσιμη συγκυρία, δεν ανήκει μόνο στην Ιστορία. Αποτελεί, για όλους μας, δείκτη πορείας, προκειμένου ν’ αντιληφθούμε, καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, για την Ελλάδα μας αυτό που συμπυκνώνει καιρίως ένας στίχος του Ιωάννη Πολέμη: «Τι έχασε, τι έχει, τι της πρέπει».