Τις παραμονές μεγάλων εορτών της Χριστιανοσύνης και ιδιαίτερα το Πάσχα δημοσιεύονται με πηχυαίους τίτλους αρχαιολογικές ανακαλύψεις προερχόμενες συνήθως από την άμμο της αιγυπτιακής γης και της Παλαιστίνης (όπως το Ευαγγέλιο του Ιούδα ή της «Συζύγου του Ιησού», το σπίτι του Ιησού κ.α), οι οποίες σε «πρώτη ανάγνωση», αυξάνουν το ενδιαφέρον του κοινού για τα Θεία Πάθη. Άραγε, τι στην πραγματικότητα συνέβη εκείνη την εβδομάδα από την είσοδο του Ιησού και των Μαθητών Του στην Ιερουσαλήμ;
Το γεγονός είναι ότι – στις πρώτες δεκαετίες της τρίτης χιλιετίας – ο Ιησούς συνεχίζει να αποτελεί το κατεξοχήν σκάνδαλο και ταυτόχρονα μαγνήτη της ιστορίας. Βεβαία, η καλύτερη απάντηση σε αυτή τη μόδα δεν είναι οι κραυγές, αλλά η ζώσα εμπειρία της αυθεντικής χριστιανικής ευχαριστιακής κοινότητας, η εις βάθος και όχι αποσπασματική μελέτη των βιβλίων της Καινής Διαθήκης και η αυθεντική, απροκατάληπτη έρευνα, η οποία έχει επίγνωση των ορίων και της σχετικότητάς της. Παρόλο που ένας πιστός δε ζητάει αρχαιολογικές αποδείξεις γι’ αυτά που πιστεύει, θέλει να αισθάνεται ότι η πίστη του είναι μία ιστορική πραγματικότητα και όχι μία απλώς μεταφυσική πίστη.
Η αρχαιολογία προμηθεύει στον πιστό με στοιχεία από ευρήματα βιβλικών τόπων και χρόνων, τα οποία αυτός ερμηνεύοντάς τα, έχει μια βιβλική πίστη σε έναν Θεό ο οποίος ενεργεί με υπαρκτά πρόσωπα, σε υπαρκτούς τόπους και χρόνους. Η αρχαιολογία μπορεί να αποκαλύψει φυσικές μαρτυρίες σχετικές με τη βιβλική ιστορία, αλλά η εικόνα που παρουσιάζει είναι αποσπασματική, δεν έχουν επιζήσει όλα τα αρχαία μνημεία, και επίσης τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τη μελέτη των υπαρχόντων είναι αβέβαια πολλές φορές. Όπως σ’ ένα παζλ, τα κομμάτια αρχικά μπορεί να τοποθετούνται λάθος. Όσο γίνονται νέες ανακαλύψεις ή προσφέρονται νέες ερμηνείες, η θέση μερικών κομματιών μπορεί να αλλάξει.
Η ανάγκη να γνωρίσουμε περισσότερα για τους χώρους στους οποίους ο Ιησούς πέρασε τις τελευταίες κρίσιμες μέρες έχει μεγάλη προϊστορία. Αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στο ρεύμα των χριστιανών προσκυνητών στην Αγία Γη και ειδικά στην Ιερουσαλήμ, το οποίο εγκαινιάστηκε τον 4ο αι. μ.Χ. και συνεχίζει αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Οι περισσότεροι λαχταρούν να αντικρίσουν με τα μάτια τους τους βασικούς τόπους που σχετίζονται με τις ευαγγελικές αφηγήσεις: το χώρο, όπου σύμφωνα με την παράδοση τελέστηκε ο Μυστικός Δείπνος στο όρος Σιών, τις γεμάτες ρόζους ελιές της Γεθσημανή στο Όρος των Ελαιών, το λιθόστρωτο Γαββαθά όπου δικάστηκε ο Ιησούς από τον Πόντιο Πιλάτο, την Οδό του Πάθους την οποία διέσχισε ο Ιησούς μεταφέροντας το Σταυρό, το Γολγοθά όπου οδηγήθηκε για την εκτέλεση της ποινής Του και τον Πανάγιο Τάφο στο Ναό της Αναστάσεως που καλύπτει τα ίχνη του τάφου του Ιησού.
Η παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ έχει ανακηρυχθεί από την UNESCO μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς και πραγματικά προσφέρει μία ξεχωριστή εμπειρία σε κάθε επισκέπτη καθώς σε κάτι λιγότερο από ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο χωράνε περισσότεροι από 50 αιώνες ιστορίας. Η παλιά πόλη τοποθετείται στο ανατολικό τμήμα της πόλης και οριοθετείται από τα τείχη που χρησίμευαν για την οχύρωση της πόλης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 1860 το σύνολο της πόλης δεν είχε επεκταθεί πέραν των τειχών. Αυτό το τμήμα της πόλης συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τουριστικό ενδιαφέρον καθώς φιλοξενεί έναν μεγάλο αριθμό μνημείων ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας. Συγκεκριμένα περιλαμβάνει το Όρος του Ναού, το Τείχος των Δακρύων, το Ναό του Πανάγιου Τάφου, τον θόλο του Βράχου και το Τζαμί του Αλ Ακσά. Παραδοσιακά η παλιά πόλη είναι διαιρεμένη σε τέσσερα διαφορετικά τμήματα την Εβραϊκή, την Χριστιανική, τη Μουσουλμανική και την Αρμενική συνοικία. Εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι η πολυπολιτισμική και πολύθρησκευτικη υπόσταση της Ιερουσαλήμ σχετίζεται άμεσα με πολυτάραχο παρόν αλλά και παρελθόν της.
Ο Ναός Πανάγιου Τάφου συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων μνημείων και τόπους λατρείας της χριστιανικής πίστης. Βρίσκεται στο κέντρο της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ και είναι χτισμένος στην περιοχή του λόφου του Γολγοθά όπου σύμφωνα με τις γραφές έγινε η σταύρωση, η ταφή και η ανάσταση του Χριστού. Εδώ και 2.000 χρόνια αποτελεί σημείο αναφοράς για την χριστιανοσύνη και κάθε χρόνο δέχεται χιλιάδες προσκυνητές που με ευλάβεια προσκυνούν το κουβούκλιο του Πανάγιου Τάφου. Ιδιαίτερα την περίοδο του Πάσχα πολλοί είναι αυτοί που κατακλύζουν το Ναό με σκοπό να παρακολουθήσουν από κοντά την θαυματουργική τελετουργία της Αφής του Αγίου Φωτός.
Από αρχιτεκτονικής άποψης το μνημείο δεν παρουσιάζει συνοχή καθώς είναι ένα σύμπλεγμα ναών και ιερών και παρεκκλησιών που συμπεριλαμβάνονται στον κύριο Ναό. Ο πρώτος ναός ανεγέρθηκε μεταξύ 326 μ.Χ. και 335μ.Χ από τον Μέγα Κωνσταντίνο και την μητέρα του την Αγία Ελένη υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Ζηνόβιου. Πάνω στον Τάφο οικοδομήθηκε το κυκλικό οικοδόμημα της Ροτόντας το οποίο επικοινωνούσε με την τεράστια Βασιλική όπου υπήρχε η κρύπτη που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός. Μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν ο Ναός υπέστη διαδοχικές καταστροφές και ανοικοδομήθηκε από τους εκάστοτε Βυζαντινούς Αυτοκράτορες και χριστιανούς ηγεμόνες. Δικαίωμα προσκυνήματος και λειτουργίας στο ναό έχουν όλα τα χριστιανικά δόγματα, θεωρητικά όμως τα πρωτεία ανήκουν στους ελληνοορθόδοξους μοναχούς. Μέσα στον Ναό του Παναγίου Τάφου υπάρχουν οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για το Θείο Πάθος.
Ο πύργος του Δαβίδ είναι ένα αρχαίο φρούριο χτισμένο στην ακρόπολη που βρίσκεται κοντά στην Πύλη της Γιάφας στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ. Η χρονολογία ανέγερσής του τοποθετείται γύρω στον 2ο αιώνα π.Χ. και μέσα στο πέρασμα των αιώνων καταστράφηκε από επιδρομείς και ανακατασκευάστηκε διαδοχικά. Η ανέγερσή του στόχευε στην ενίσχυση ενός από τα στρατηγικότερα σημεία άμυνας της πόλης ενώ το όνομά του οφείλεται στον Βασιλιά Δαβίδ καθώς ο πύργος συμπεριλαμβανόταν στην οχύρωση της πόλης που σχεδιάστηκε υπό την ηγεμονία του. Από το 1989 στην περιοχή του πύργου φιλοξενείται το Μουσείο Ιστορίας της Ιερουσαλήμ στο οποίο εκτίθενται σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που περιγράφουν την εξέλιξη της πόλης μέσα σε μία περίοδο τεσσάρων χιλιετηρίδων. Ο συγκεκριμένος χώρος συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον δημοφιλών μεταξύ των τουριστών διότι εκτός από το αρχαιολογικό ενδιαφέρον προσφέρει μία πανοραμική άποψη ολόκληρης της πόλης και είναι ένας από τους ιδανικότερους τόπους για την απαθανάτιση της.
Η Ιερουσαλήμ είναι ένας από τους πιο γοητευτικούς αρχαιολογικούς τόπους του κόσμου με μια εκπληκτική υπόγεια συγκέντρωση αρχαίων υπολειμμάτων. Μερικά έχουν έλθει ήδη στο φως ενώ μερικά αναμένουν την ανακάλυψη. Είναι ένα από τα πιο ανασκαμμένα μέρη του Ισραήλ, αν και μεγάλα μέρη της αρχαίας πόλης είναι κρυμμένα κάτω από μοντέρνα σπίτια και κτήρια, χωρίς να υπάρχει πρόσβαση. Δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη του Μέγα, όπου διαδραματίστηκε η δίκη του Ιησού, και στο Ναό της Αναστάσεως όχι μακριά από τον τάφο του Ιησού έχουν γίνει ανασκαφές. Επίσης λεπτομερείς αρχαιολογικές μελέτες έχουν γίνει στα υπόγεια σπήλαια κάτω από το Όρος του Ναού και μια νέα έρευνα στην Κολυμβήθρα της Βηθεσδά.
Ίσως το φετινό Πάσχα, όπου οι μετακινήσεις είναι ακόμη περιορισμένες, να μας μεταφέρει νοερά στην Ιερουσαλήμ και να αναζητήσουμε ο καθένας μας τις αληθινές αρχαιολογικές μαρτυρίες για τους τόπους που διαδραματίστηκε το Θείο Πάθος.
Καλό Πάσχα.
Κων/νος Χαρ. Τζιαμπάσης, αρχαιολόγος
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Βαρυμποπιώτης, Παναγιώτης Αθ., 1897, Τα Ιεροσόλυμα,., Αθήνα
- Ιωάννης Χατζηφώτης. 2003, Ιερά Προσκυνήματα, Προπύργια της Ορθοδοξίας, Αθήνα, έκδοση β’.
- Μοναστήρια και Προσκυνήματα της Ελλάδας, Πανάγιος Τάφος Ιερουσαλήμ.
- Ο Πανίερος Ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, Γεώργιος Π. Λαββάς, Αθήνα 2009.