Η Λυκόσουρα ήταν αρχαία αρκαδική πόλη. Ιδρύθηκε από τον Λυκάονα, πρώτο βασιλιά των Αρκάδων και γιο του Πελασγού και ήταν η πρωτεύουσα των Αρκάδων μέχρι ο Κλείτωρ να την μεταφέρει στον Κλείτορα. Θεωρούταν η ιερότερη και παλιότερη πόλη της Αρκαδίας, μάλιστα όπως αναφέρει ο Παυσανίας ήταν η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος, παλαιότερη όλων των πόλεων σε γη και νησιά, δηλαδή η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον πλανήτη.
«Οι δε Στυμφάλιοι δεν είνε πλέον τεταγμένοι μετά των Αρκάδων, αλλά μετά των Αργείων, περί του γένους δε αυτών μαρτυρούσι τα έπη του Ομήρου και οικιστής της πόλεως ήτο ο Στύμφηλος τρίτος απόγονος του Αρκάδος και της Καλλιστούς. Λέγουσιν δε ότι η πόλις εξ αρχής είχε κτισθή εις άλλο μέρος της χώρας και όχι εκεί όπου είνε σήμερα, και ότι εν τη αρχαία Στυμφήλω κατώκησεν ο Τήμενος ο υιός του Πελασγού». (Παυσανίας, Αρκαδικά – Στυμφαλία, μα’ ).
Ο Παυσανίας, πριν τον Λυκάονα και την ίδρυση της Λυκόσουρας σημειώνει ότι οι άνθρωποι ζούσαν στην ύπαιθρο και σε σπήλαια αφού ο πατέρας του Λυκάονος, Πελασγός, τους έμαθε να φτιάχνουν καλύβες και να φοράνε δέρματα ζώων ως ρούχα.
Η Λυκοσούρα ήταν από τις αρκαδικές πόλεις που εποίκησαν την Μεγαλόπολη. Εκεί υπήρχε ναός της Δέσποινας στον οποίο λατρεύονταν πολλοί θεοί και όχι ένας όπως συνηθιζόταν, και ομώνυμο άλσος, επίσης ιερό του Πανός και της Αθηνάς.
Η μυθολογία
Κατά την μυθολογία, στην Αρκαδία πρώτος βασιλεύς αναφαίνεται ο Πελασγός τον οποίο όλοι οι ιστορικοί θεωρούν αυτόχθονα και γιο του Δία και της Νιόβης. Aπό αυτόν κατάγονται οι Πελασγοί Aρκάδες ή Προσέληνοι (που γεννήθηκαν δηλ. πριν από τη Σελήνη). Οι πρώτοι Πελασγοί ζούσαν σε σπήλαια σε και τρέφονταν από το μυελό των οστών των ζώων που κυνηγούσαν, από χόρτα και ρίζες -πολλές φορές βλαβερά- βλαβερών, και ήταν ήσαν εκτεθειμένοι στις μεταβολές του καιρού.
O Πελασγός πρώτος εδίδαξε τους πρωτόγονους αυτούς για να κατεβούν από τα όρη στις πεδιάδες να κατασκευάσουν καλύβες για να στεγαστούν, νά φορούν ως ενδύματα τα δέρματα των χοίρων, να μη τρώνε τα δηλητηριώδη και βλαβερά χόρτα και τις ρίζες, αλλά «τις βαλάνους της δρυός», γι’ αυτό και βαλανηφάγοι ονομάζονταν. Aπό τον Πελασγό και τη νύμφη Κυλλήνη γεννήθηκε ο Λυκάων που έκανε πολλούς γιούς και μια κόρη την Καλλιστώ, η οποία με τον Δία γεννήθηκε ο Αρκάς, ο γενάρχης των Αρκάδων εκ του οποίου οι Πελασγοί μετονομάσθηκαν Aρκάδες και η χώρα Αρκαδία. Aυτός εδίδαξε τους υπηκόους του να τρώνε ήμερους καρπούς, να κτίζουν κατοικίες από πελώριους λίθους που είχαν συναρμογή με κολλητική ύλη -τα λεγόμενα Πελασγικά τείχη- να σπέρνουν δημητριακά, να φτιάχνουν ψωμί, να υφαίνουν ενδύματα, να καλλιεργούν τη γη, να διατηρούν κοπάδια και να τρώνε το κρέας και το γάλα τους, τους δίδαξε να κτίζουν πόλεις και να τις περιβάλλουν με τείχη, διαμόρφωσε θρησκευτικές δοξασίες και πολλά άλλα. Ό Αρκάς με τη νύμφη Έρατώ γέννησε τρεις υιούς, τον Έλατο, τον Αζάνα, και τον Αφείδαντα, στους οποίους διεμοίρασε την χώρα του. O Ελατός που πήρε την Κυλλήνη πήρε ως σύζυγό του την Λαοδίκη από την οποία γέννησε πέντε υιούς, τον Στύμφηλον, τον Αίπυτο, τόν Κυλλήνα, τον Ίσχυ και τον Περέα.
Aπό το Στύμφηλο ωνομάσθηκε Στύμφηλος η πηγή και η πόλη που χτίστηκε από εκείνον κοντά στην πηγή (Κιόνια). Aπό τον Αζάνα γεννήθηκε ο Κλείτωρας ο οποίος πέθανε άτεκνος και άφησε την βασιλεία του στον ξάδελφό του Αίπυτο, ο οποίος σε κυνήγι σε μια πλαγιά της Κυλλήνης, τη Σηπία (κάπου μεταξύ Γκούρας και Μπάσι) δέχθηκε δάγκωμα από φίδι φαρμακερό και πέθανε αμέσως και πέθανε επί τόπου. Το φίδι ήταν ο «σηψ», δηλαδή ο σαπίτης. Στην περιοχή του χωριού Μπάσι (Δροσοπηγή σήμερα) υπάρχει τοπωνύμιο Αίπυτος, κοντά στη Νταούλεζα (Μιχόπουλος Σ., 2001). Στον τάφο του δε, όπως μας λέει ο θρύλος, είναι θαμμένος αμύθητος θησαυρός. Στην αρχαία εποχή η Στυμφαλία η οποία λεγόταν Στύμφαλος ή Στύμφηλος, αποτελούσε τμήμα της Αρκαδίας. Η πόλη όμως της αρχαϊκής και κλασσικής εποχής ήταν χτισμένη σε μια έκταση που βρίσκεται δεξιά της όχθης του ποταμού Στυμφάλου που έχει της πηγές του στην περιοχή της Δρίζας και φθάνει στη μεγάλη καταβόθρα, στο Απέλαυρον όρος (Γιδομάντρα) όπου και χάνεται στο βαθύ αυτό χάσμα της γης. Ιδρυτής της προϊστορικής αυτής πόλης είναι ο Στύμφαλος. Την πόλη διέθετε ισχυρό τείχος και ήταν στολισμένη με ιερά και άλλα δημόσια οικοδομήματα. Eπί των ημερών του η Στυμφαλία γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν μία από τις ισχυρότερες αρκαδικές πόλεις.
Οι Αρκάδες
Oι Aρκάδες ήταν φημισμένοι για την ευρρωστία οτυς και το ψηλό τους ανάστημα. O λαός είχε κύρια ασχολία την κτηνοτροφία και ήταν πολεμικός λόγω των συνεχών πολέμων που έκανε για τη διατήρηση της ανεξερτησίας του γι’ αυτό και ο Όμηρος λέει ότι γνώριζαν να πολεμάνε και ότι ελάμβανον μέρος ως μισθοφόροι σε ξένους πολέμους. Eπειδή δε η χώρα τους ήταν πτωχή πολλοί εκ τούτων έκτισαν αποικίες σε ξένες χώρες. Κατά δε τον Στράβωνα η ίδια ή πρωτεύουσα τής η Ρώμη ήταν αρχαιότατη αποικία Aρκάδων (Γαλάνης Κ., 1901).
Η Λυκόσουρα θεωρείται η αρχαιότερη πόλη στον κόσμο (10.000 – 8.000 π.Χ.) Κατά την αρχαιότητα ήταν ιερή πόλη των Αρκάδων . Ήταν μια πόλη γεμάτη φως. Άλλωστε βρίσκεται στο όρος Λύκαιο, που σημαίνει φωτεινό, και δεσπόζει στον Πελοποννησιακό χώρο προσφέροντας μοναδική θέα. Ο Παυσανίας τη χαρακτηρίζει ως την αρχαιότερη απ΄ όλες τις πόλεις που υπήρξαν ποτέ πάνω σε ηπειρωτική ή νησιωτική γη, ως την πρώτη πόλη που είδε το φως του ήλιου, ως την πόλη υπόδειγμα για τη δημιουργία άλλων πόλεων (Παυσανίας VIII,38,1). Ιδρυτής της ήταν ο Λυκάων, γιος του Πελασγού και της νύμφης Κυλλήνης. Αυτός την κατέστησε έδρα των βασιλέων της Αρκαδίας.
Όταν το 396 π.Χ. ιδρύθηκε η Μεγαλόπολη, οι Λυκοσουρείς αρνήθηκαν να μετοικήσουν εκεί και κατέφυγαν στο Ιερό της Δέσποινας, που βρισκόταν στη Λυκόσουρα και αποτελούσε κέντρο λατρείας των Αρκάδων. Έτσι, οι υπόλοιποι Αρκάδες, σεβόμενοι το Ιερό της Δέσποινας, τους άφησαν να παραμείνουν στην πόλη τους. Η αρχαία Λυκόσουρα περιβαλλόταν από οχυρωτικό περίβολο, χτισμένο ισοδομικά ή πολυγωνικά, χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια ενώ οι πολύ απόκρημνες πλαγιές της ήταν ανοχύρωτες. Ο λόφος με τα λείψανα αυτού του οχυρωτικού περιβόλου της αρχαίας Λυκόσουρας ήταν γνωστός ως «Παλιόκαστρο της Στάλας». Οι Αρκάδες ήταν αρχαίο Ελληνικό φύλο εγκατεστημένο στην ορεινή Πελοπόννησο. Θεωρείται το αρχαιότερο ελληνικό φύλο που εγκαταστάθηκε στον Ελλαδικό χώρο. Ήταν πιθανόν συγγενικό φύλο των πρωτοελλήνων τους οποίους οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ως Πελασγούς. Την αρχαιότητα των Αρκάδων μαρτυρούν και οι αρχαίοι μύθοι, όπως ο μύθος του Αρκάδα, ο μύθος του Λυκάονα κ.α.
Με την κάθοδο των υπολοίπων ελληνικών φύλων, κυρίως των Δωριέων, οι Αρκάδες περιορίστηκαν στην καρδιά της Πελοποννήσου. Η χώρα τους περιλάμβανε τις ορεινές περιοχές του Μαινάλου, των Αροανίων, της Κυλλήνης, του Λύκαιου, τουΑρτεμισίου και την βόρεια πλευρά του Πάρνωνα. Μετά την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο, οι Αρκάδες περιορίστηκαν στην ορεινή ενδοχώρα της Πελοποννήσου. Σταδιακά συνδέθηκαν σε μία χαλαρή συνομοσπονδία που περιλάμβανε όλες τις αρκαδικές πόλεις και ονομάστηκε Κοινό των Αρκάδων. Οι Αρκάδες αντιμετώπισαν με επιτυχία τον 7ο αιώνα π.Χ. την απειλή της Σπάρτης και κατάφεραν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Συμμετείχαν στους Περσικούς πολέμους στο πλευρό των υπολοίπων Ελλήνων στέλνοντας στρατό και στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αρκάδες συμμάχησαν με την Σπάρτη και την Κόρινθο.
Τα επόμενα χρόνια την περίοδο της ηγεμονίας της Θήβας, ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας ενίσχυσε την Αρκαδική ομοσπονδία με σκοπό οι Αρκάδες να αποτελέσουν έναν αντίπαλο πόλο στη γειτονική Σπάρτη. Τότε ίδρυσε την Μεγαλόπολη που αποτέλεσε την νέα τους πρωτεύουσα. Τους επόμενους αιώνες η Αρκαδία εξασθένησε. Αρχικά υποτάχθηκε στους Μακεδόνες του Κάσσανδρου και αργότερα εντάχθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Οι Αρκάδες μιλούσαν την Αρκαδική ή Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, η οποία αποτελούσε την τέταρτη διάλεκτο της αρχαίας Ελλάδας, μετά την Ιωνική ή Αττική, την Δωρική , και τηνΑιολική. Η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος θεωρείται συγγενική με την γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι Αχαιοί κατά την Μυκηναϊκή περίοδο.
Οι Αρκάδες είχαν ιδρύσει πολυάριθμες πόλεις. Από αυτές οι ισχυρότερες ήταν οι πόλεις που έλεγχαν τα λίγες εύφορες κοιλάδες της ενδοχώρας της Πελοποννήσου, οι οποίες ήταν η Μαντίνεια, η Τεγέα και ο Αρκαδικός Ορχομενός. Οι υπόλοιπες πόλεις ήταν πιο ορεινές ή διέθεταν μικρότερες σε έκταση πεδιάδες. Άλλες πόλεις της Αρκαδίας ήταν η Ασέα, η Υψούντα, η Τεύθις, η Ήραια, το Θυραίο, η Νεστάνη, η Αλέα, η Λυκόσουρα, οι Τρικολώνοι, τα Τρόπαια, η Καφυά, το Παλλάντιο ο Φενεός κ.α. Από το 370 π.χ. και μετά πρωτεύουσα των Αρκάδων έγινε η Μεγαλόπολη. Η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος, αποκαλούμενη και νότια Αχαϊκή, είναι μία από τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, η οποία ομιλούνταν στην κεντρική Πελοπόννησο και στην Κύπρο.
Οι ομοιότητές της με τη Μυκηναϊκή ελληνική, όπως την ξέρουμε από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι απόγονός της. Η πρώιμη μορφή της, η Πρωτοαρκαδοκυπριακή, ήταν μάλλον η γλώσσα που ομιλούνταν από τους Αχαιούς στην Πελοπόννησο πριν την έλευση των Δωριέων, γι’ αυτό και η Αρκαδοκυπριακή ονομάζεται και νότια Αχαϊκή. Η Πρωτοαρκαδοκυπριακή τοποθετείται περί το 1200 π.Χ. (υποθετικά) και εικάζεται ότι ήταν μια μορφή της μυκηναϊκής. Η εκδοχή αυτή στηρίζεται στην (καθ’ όλα ρεαλιστική) υπόθεση, ότι η γλώσσα της Γραμμικής Β ήταν μια «τεχνητή» ή επίσημη γλώσσα των ανακτόρων, η οποία διέφερε από τη γλώσσα που μιλούσε ο λαός στις διάφορες περιοχές, όπου έχουν βρεθεί πινακίδες με Γραμμική Β.
Οι ομοιότητες Κυπριακής και Αρκαδικής διαλέκτου (ισόγλωσσα) μαρτυρούν ότι οι Αχαιοί είχαν αποικήσει και την Κύπρο. Στοιχεία για την αποίκηση αυτήν μας δίνει και ο Παυσανίας (Ἑλλάδος περιήγησις VIII 2), ο οποίος αναφέρει ότι μετά την καταστροφή της Τροίας οι Αρκάδες έπλευσαν στην Κύπρο και ίδρυσαν την Πάφο. Η αποίκηση πρέπει να συνέβη πριν το 1100 π.Χ.. Με την έλευση των Δωριέων στην Πελοπόννησο ένα τμήμα του πληθυσμού μετοίκησε στην Κύπρο και οι υπόλοιποι κατέφυγαν στα βουνά της Αρκαδίας. Στη συνέχεια λόγω της κατάρρευσης του Μυκηναϊκού κόσμου επικοινωνία δεν υπήρχε και η Κυπριακή διαφοροποιήθηκε από την Αρκαδική. Η Κυπριακή γραφόταν ως και τον 3ο αι. π.Χ. με το Κυπριακό συλλαβάριο, μια συλλαβική γραφή όμοια με τη Γραμμική Β.
Οι δύο διάλεκτοι, που συγκροτούν την Αρκαδοκυπριακή (ή νότια Αχαϊκή) μάς είναι γνωστές μόνο από επιγραφές.