Σχεδόν πάντοτε κάτι έχουμε να αρθρώσουμε.. ακόμα κι αν τίποτα δεν έχουμε να πούμε… ακόμα κι αν τα γεγονότα είναι πρόσφατα στα μάτια μας, στη μνήμη μας ή στους ψιθύρους που μας τριγυρίζουν, που εμπλουτίζονται, που μεταλλάσσονται (sic! … η λέξη είναι της μόδας και λυπάμαι τον επιστήμονα που την καθιέρωσε… άλλα είχε στο μυαλό του μα πού να ξέρει τι θα ακολουθήσει… επιστήμονας ήταν και όρισε ένα φαινόμενο… όχι μάγος για να μαντεύει το μέλλον…).
Η Ιστορία και οι ιστορικοί καταγράφουν τα γεγονότα έτσι όπως αυτά έγιναν κατά την άποψή τους, την γνώμη τους, την κοσμοθεωρία τους, τις πηγές τους, την ιδία αντίληψή τους… τις περισσότερες φορές κατά την οπτική γωνία που τους μετέφεραν “οι άλλοι” (άκουσα, μου είπαν, με πληροφόρησαν έγκυρες πηγές…). Όλοι, όμως, διατείνονται ότι αυτή είναι “η αλήθεια” (δίχως η αλήθεια να συνοδεύεται από το επίθετο “η δική μου”).
Όμως, η Ιστορία (και μάλιστα όταν έχουν εκλείψει οι σύγχρονοι των γεγονότων που έχουν άλλη άποψη και που δεν έχει καταγραφεί) έχει ήδη διαμορφωθεί… και διαμορφώνει και τις ερχόμενες γενιές…
Αλλιώς ερμήνευσε και κατέγραψε τα ιστορικά γεγονότα ο Παπαρρηγόπουλος κι αλλιώς ο Κορδάτος … αλλιώς ο Τρικούπης κι αλλιώς ο Λαμπρυνίδης… αλλιώς ο Σπηλιάδης κι αλλιώς ο Στεφανίτσης… την δική τους διάσταση δώσανε οι ποιητές… ο Σολωμός κι ο Κάλβος… με τα δικά τους μάτια είδαν οι Φιλέλληνες και οι Περιηγητές την Ελλάδα της Επανάστασης…
Όλοι τους, όμως, είχαν την αγνή πρόθεση να καταγράψουν την αλήθεια, να καταθέσουν την ψυχανάλυση (;) των Ελλήνων…
Ο Γιάννης Μακρής, Γεν. Γραμματέας του Προοδευτικού Συλλόγου Ναυπλίου «Ο ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ» χρησιμοποιώντας ως ιστορική πηγή τον Θεοδόση Σπ. Δημόπουλο, μεταφέρει στο παρακάτω κείμενο την ιστορία του ανδριάντα του γέρου του Μοριά, του Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, που υψώθηκε στο πάρκο τ΄ Αναπλιού, στις 23 Απριλίου του 1901.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
Ο ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ ΤΟΥ «ΓΕΡΟΥ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ»
Οδοιπορικό στην πραγματοποίηση του πόθου των Αναπλιωτών
Ήταν αρχές του καλοκαιριού του 2009 όταν δέχτηκα την επίσκεψη στο γραφείο μου δύο νεαρών, απεσταλμένων όπως μου συστήθηκαν, του Υπουργείου Πολιτισμού για την συντήρηση του Ανδριάντα του Κολοκοτρώνη. Ευγενέστατα μου ζήτησαν να τους εξυπηρετήσω δίνοντάς τους πληροφορίες, αν υπήρχαν, σχετικές με τον ανδριάντα.
Ξαφνιάστηκα! Τέτοιες επισκέψεις σπανίζουν στη σημερινή εποχή. Ρώτησα λεπτομέρειες για το είδος των εργασιών που επρόκειτο να κάνουν στον ανδριάντα. Πρόθυμα μου είπαν αρκετές λεπτομέρειες για το «λίφτινγκ» και την στερέωση του βάθρου.
Παιδιά, τους είπα, τα Πρακτικά… τα Πρακτικά της δίκης και καταδίκης του Κολοκοτρώνη… στα σωθικά του αλόγου…!
Με κοίταξαν με απορία. Μεγάλη ιστορία, τους λέω, θα πάρει ώρα. Καφεδάκι;
Ήταν 23 Απριλίου του 1901 όταν πραγματοποιήθηκε ο διακαής πόθος των Ναυπλιέων που για είκοσι χρόνια περίμεναν με συγκίνηση τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Στρατάρχη Θ. Κολοκοτρώνη.
Ο Επαμεινώνδας Κωτσονόπουλος, Δήμαρχος Ναυπλιέων για τρίτη συνεχόμενη περίοδο τον Οκτώβριο του 1877, ήταν αυτός που συνέλαβε την ιδέα της ανέγερσης στο Ναύπλιο έφιππου χάλκινου ανδριάντα του Κολοκοτρώνη, καθόσον ο Γέρος του Μοριά στην ιδιαίτερη διαθήκη του είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στο κτήμα του έξω από το Ναύπλιο δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων που ο ίδιος έκτισε. Το Δημοτικό Συμβούλιο υπερψήφισε την πρόταση του Κωτσονόπουλου και για το σκοπό αυτό κατέθεσε 1.000 δραχμές στην Εθνική Τράπεζα. Συγχρόνως ο Κωτσονόπουλος απέστειλε έκκληση προς όλους τους Δημάρχους της Ελλάδας, ζητώντας τους ενίσχυση. Λίγοι Δήμαρχοι ανταποκρίθηκαν στην έκκληση αυτή. Μετά από έξη χρόνια είχαν κατατεθεί στην Τράπεζα 3.165 δραχμές.
Όταν το 1883 ο Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης επεσκέφθη το Ναύπλιο, ο Κωτσονόπουλος, Δήμαρχος και τότε του Ναυπλίου, τού ανακοίνωσε την ιδέα του για τον ανδριάντα. Ο Τρικούπης τότε συνέστησε στον Δήμαρχο να απευθυνθεί σε προσωπικότητες των Αθηνών.
Τον Αύγουστο του 1883 ο Κωτσονόπουλος απέστειλε νέα πρόσκληση στους Δημάρχους της Ελλάδας, ως και προσωπικές επιστολές σε επιφανείς Έλληνες του Εξωτερικού, στην Αθήνα, στον Βόλο, στην Πάτρα, παρακαλώντας να βοηθήσουν. Τον επόμενο μήνα συστάθηκε στην Αθήνα μεγάλη επιτροπή εράνων από τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο, τον Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ρενιέρη, τους πρώην Υπουργούς Ανδρέα Αυγερινό και Αθανάσιο Πετιμεζά. Παρόμοιες επιτροπές συστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.
Αρχές του 1887 είχαν κατατεθεί στην Εθνική Τράπεζα 50.000 δραχμές, ποσό που θεωρήθηκε επαρκέστατο για την κατασκευή του ανδριάντα. Τότε, ο Δήμαρχος Ναυπλίου και η μεγάλη επιτροπή στην Αθήνα, προκήρυξαν διαγωνισμό για την κατασκευή του ανδριάντα στον οποίο κλήθηκαν να συμμετάσχουν μόνον οι απανταχού της γης Έλληνες καλλιτέχνες. Από αυτούς που συμμετείχαν στον διαγωνισμό και κατέθεσαν τα σχετικά σχέδια η Επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο του Λάζαρου Σώχου, διπλωματούχου της Σχολής Καλών Τεχνών των Παρισίων, στον οποίο και ανέθεσαν την εκτέλεση του έργου.
Ο Σώχος εργάστηκε τρία χρόνια για την αποπεράτωση του προπλάσματος του έργου και ακολούθως του ανδριάντα στο εργαστήριό του στο Παρίσι. Το 1894 ο ανδριάντας του Στρατάρχη του Μοριά ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για την Ελλάδα συνοδευόμενος από τον Σώχο. Είχε όμως πολλές περιπέτειες…
Τεράστιο κιβώτιο χρησίμευε για να συσκευαστεί και ταξιδέψει μέσα σ΄ αυτό ο χάλκινος κολοσσός. Φορτώθηκε σε ιδιαίτερη άμαξα και μεταφέρθηκε από το Παρίσι στον σταθμό της Λυών.
Εκεί παρουσιάστηκε νέο μεγάλο πρόβλημα. Η σιδερένια γέφυρα από την οποία επρόκειτο να περάσει η φορτηγός αμαξοστοιχία ήταν χαμηλότερη από το κιβώτιο και συνεπώς ο ανδριάντας ήταν αδύνατο να περάσει. Κι’ αρχίζουν τα τρεχάματα, οι παρακλήσεις και η επέμβαση της Ελληνικής Πρεσβείας, μέχρις ότου ο Διευθυντής του σιδηροδρόμου διέταξε να στρωθεί νέα γραμμή έξω από την γέφυρα, ειδικά για το κιβώτιο.
Έτσι ο Κολοκοτρώνης αναχώρησε εκ Παρισίων.
Όταν έφθασε στον Πειραιά, ρίχτηκε η ιδέα από κάποια Αθηναϊκή εφημερίδα να στηθεί για ένα μήνα ο ανδριάντας στην Αθήνα για να μπορέσουν να τον θαυμάσουν οι Αθηναίοι.
Τούτο τρόμαξε τους Αναπλιώτες. Φοβήθηκαν προς στιγμήν ότι οι πρωτευουσιάνοι θα κρατούσαν για πάντα τον ανδριάντα. Μια και δυο, ναυλώνουν ιδιαίτερο ατμόπλοιο και σπεύδουν στον Πειραιά όπου γίνεται κανονική παράδοση του ανδριάντα. Τον παίρνουν μαζί τους και γυρνούν ήσυχοι στ΄ Ανάπλι.
Όταν το κιβώτιο έφτασε στο Ναύπλιο, κλείστηκε στις αποθήκες του οπλοστασίου όπου για έξη χρόνια μάταια ανέμενε ο ανδριάντας την αναστήλωσή του. Ήταν ο πόλεμος του 1897 αφ΄ ενός αλλά και η έλλειψη χρημάτων για την κατασκευή του μαρμάρινου βάθρου που ανέβαλαν την αναστήλωση.
Τη χρονιά εκείνη υπηρετούσε στην Κέρκυρα ως εφέτης ο πλούσιος Αναπλιώτης Νικ. Κωτσάκης. Ο Νικ. Κωτσάκης κληρονομώντας από τον αποθανόντα, επίσης εφέτη, αδελφό του Δημήτριο Κωτσάκη περιουσία άνω του ενός εκατομμυρίου δραχμών, προθυμοποιήθηκε να κατασκευάσει, με δαπάνες του, το μεγαλοπρεπές μαρμάρινο βάθρο. Το βάθρο ήταν έτοιμο στις αρχές του 1899.
Έκτοτε άρχισαν οι συζητήσεις για τον χώρο που θα τοποθετούσαν τον ανδριάντα όπως και για τις γιορτές των αποκαλυπτηρίων. Για τις γιορτές συστάθηκε τότε «Μεγάλη Επιτροπή των Αποκαλυπτηρίων».
Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και μέλη της ο Μητροπολίτης Αθηνών, ο Επαμ. Κωτσονόπουλος, ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης και ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, πολιτευτές Ναυπλίου, ο Διευθυντής του Πολυτεχνείου Θεοφιλάς, καθηγητές Πανεπιστημίου πρώην Υπουργοί κ.λ.π.
Οι γνώμες περί του καταλλήλου της θέσεως ήταν πολλές και οι συζητήσεις ατέλειωτες. Άλλοι ήθελαν την Πλατεία Συντάγματος, άλλοι την Πλατεία Τριών Ναυάρχων, άλλοι την παραλία, άλλοι την πλατεία του σιδηροδρομικού Σταθμού…
Ο τότε Δήμαρχος Ναυπλίου (1899) Δημήτριος Τερζάκης (πατέρας του λογοτέχνη Άγγελου Τερζάκη), είχε διαφορετική γνώμη.
Ήθελε ο ανδριάντας να τοποθετηθεί έξω από την πόλη, εκεί όπου τελικά στήθηκε, έτσι που και η πόλη να επεκταθεί και ο χώρος να καλλωπιστεί.
Έτσι στις αρχές του 1900 αναχώρησε για την Αθήνα, προκειμένου να συναντήσει τον Πρόεδρο της Μεγάλης Επιτροπής Διάδοχο Κωνσταντίνο, τον οποίο κατόρθωσε να πείσει για την άποψή του. Ο Κωνσταντίνος ήλθε στο Ναύπλιο και επισκέφτηκε όλα τα προτεινόμενα μέρη αλλά τελικά επέβαλε με αυταρχικότητα την προτεινόμενη θέση του Δημάρχου Δημητρίου Τερζάκη, αυτήν έξω των τειχών, η οποία με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ονομάστηκε «ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ».
Μετά από λίγες ημέρες άρχισαν να συναρμολογούνται και να τοποθετούνται τα τεμάχια του βάθρου. Τέλος, πολυμελές συνεργείο του οπλοστασίου αναστήλωσε τον ανδριάντα.
Την στιγμή κατά την οποία ο μεγάλος γερανός του οπλοστασίου επρόκειτο να ανεβάσει στο βάθρο τον ορειχάλκινο ίππο του ανδριάντα, ο ενθουσιώδης και πατριώτης δικηγόρος και ποιητής Διονύσιος Ιωάν. Ιατρός, τοποθέτησε μέσα στη κοιλιά του ίππου μεταλλική θήκη που περιείχε το αντίγραφο των πρακτικών της δίκης και καταδίκης σε θάνατο του Στρατάρχη Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα.
Όταν τέλειωσαν οι εργασίες της αναστήλωσης, η Μεγάλη Επιτροπή σε κοινή απόφαση με τον Δήμο Ναυπλίου αποφάσισε τα αποκαλυπτήρια να γίνουν στις 23 Απριλίου 1901, επέτειο της εορτής του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και να διαρκέσουν πέντε ημέρες. Συγχρόνως, να γίνει στο Ναύπλιο και το «Α΄ Πανελλήνιο Γεωργικό Συνέδριο», την έναρξη των εργασιών του οποίου θα έκανε επισήμως ο Βασιλεύς.
Οι προετοιμασίες για τις γιορτές των αποκαλυπτηρίων κράτησαν ένα χρόνο και τρείς μήνες. Όλο αυτό το διάστημα οι Αναπλιώτες δεν συζητούσαν τίποτε άλλο παρά για τα αποκαλυπτήρια. Ποτισμένος από αυτή τη φιλοδοξία ο νεαρός Δήμαρχος Δημήτριος Τερζάκης αφοσιώθηκε στην προπαρασκευή της πόλης.
Και τι δεν έκανε, τότε, ο Δήμαρχος. Γενική επισκευή των δρόμων και των υπονόμων, ευπρεπισμό της πόλης με κήπους και δενδροστοιχίες καθώς και άλλα, για τα οποία συνέστησε ειδικές επιτροπές με κάθε μία να αναλαμβάνει ορισμένο τομέα δράσης. Όμως, ο Δήμος δεν είχε τους αναγκαίους πόρους για τέτοιες γιορτές. Στο πρόβλημα συνέτρεξαν όλοι οι Αναπλιώτες με γενναίες εισφορές αλλά και οι ξένοι που διέμεναν στο Ναύπλιο.
Οι πάντες επιστράτευσαν τον εαυτόν τους για τον λαμπρότερο πανηγυρισμό των εορτών. Ακόμη και οι υπαξιωματικοί των στρατιωτικών σωμάτων έδωσαν παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης με το έργο «Δύο Λοχίες» προς ενίσχυση του Ταμείου των Εορτών. Επίσης την 25ην Μαρτίου 1900, οι φοιτητές και οι τελειόφοιτοι του Ναυπλίου έδωσαν δεύτερη παράσταση προς ενίσχυση του Ταμείου της επιτροπής του εορτασμού.
Τους πρώτους μήνες του 1901 οι προετοιμασίες των εορτών είχαν σχεδόν τελειώσει και στις αρχές του Απριλίου ο Δήμαρχος Τερζάκης εγκατέστησε, για πρώτη φορά χάριν των εορτών, έξοχο φωτισμό ασετιλίνης, με τον οποίον φωτίστηκαν άπλετα οι πλατείες και δρόμοι του Ναυπλίου.
Την παραμονή των εορτών 22 Απριλίου 1901, το Ναύπλιο παρουσίαζε εικόνα μαγευτική. Στολισμένο με σημαίες, μύρτα, στεφάνια, εικόνες του Βασιλιά και του Κολοκοτρώνη και θυρεούς. Εκπληκτικό και το θέαμα της προκυμαίας. Σε όλο το μήκος είχε στηθεί διπλή σειρά σημαιοστόλιστων στύλων. Στην αποβάθρα, μεγάλη αψίδα με τα εθνικά χρώματα και θυρεούς με επιγραφές: «Ζήτωσαν οι Βασιλείς», «Ζήτω το Έθνος». Αλλά και η πλατεία Συντάγματος στη μέση της οποίας στήθηκε μεγάλος στύλος με σημαίες στη κορυφή και περιμετρικά μικρότεροι που ενωνόντουσαν σημαιοστόλιστοι με τον μεσαίο σχηματίζοντες μεγάλη παγόδα. Η άποψη του μεγάλου δρόμου μαγευτική, με τις πολλές σημαίες και τις αψίδες. Το θέαμα γινόταν λαμπρότερο με την βασιλική εξέδρα στη πλατεία Κολοκοτρώνη.
Όλα τα σπίτια από την προκυμαία, την πλατεία Συντάγματος, τον Μεγάλο Δρόμο, μέχρι την πλατεία Κολοκοτρώνη, συναγωνιζόντουσαν για την ωραιότερη διακόσμηση.
Οι Αναπλιώτες είχαν να δουν τέτοια λαμπρή προετοιμασία από την άφιξη του Βασιλιά Όθωνα.
Ήταν 23 Απριλίου του 1901…
Είκοσι χρόνια οι Αναπλιώτες περίμεναν αυτή τη στιγμή. Από την παραμονή κατέφθαναν στ΄ Ανάπλι χιλιάδες επισκεπτών. Άλλοι με πλοία και άλλοι με τον σιδηρόδρομο. Για τριάντα χιλιάδες επισκέπτες ομιλούν οι Αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής.
Το «Ναυπλιακόν Θαύμα». Έτσι ονόμασαν την φιλοξενία όλου αυτού του κόσμου. Για το σκοπό αυτό είχε συσταθεί επιτροπή φιλοξενίας από τον Δήμο η οποία είχε εγκατασταθεί στο ισόγειο της οικίας Βίγκα στην Πλατεία Συντάγματος. Η επιτροπή αυτή έστελνε τον κόσμο σχεδόν σε όλα τα σπίτια των Αναπλιωτών οι οποίοι με ευχαρίστηση τους φιλοξένησαν.
Οι επισκέπτες μου είπαν ότι το ντοκουμέντο της σιδερένιας θήκης με το αντίγραφο των πρακτικών της Δίκης του Κολοκοτρώνη μπορεί να επαληθευτεί με ακτίνες λέιζερ. Δεν ξέρω τι απέγινε. Από τότες δεν τους ξαναείδα. Πήγα στο πάρκο να τους συναντήσω αλλά ήταν μόνο ο Στρατάρχης φασκιωμένος με τις σιδερένιες σκαλωσιές… μόνος και έρημος…