Κρίναμε απαραίτητο να ασχοληθούμε με αυτό το επίκαιρο γλωσσικό θέμα με αφορμή την καθιερωμένη 9η Φεβρουαρίου, ως ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας από την Ελληνική Πολιτεία το 2017, ημέρα κατά την οποία αποδήμησε ο μέγιστος εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός. Το Νεότερο Ελληνικό Κράτος, τον 19ο αιώνα – αρχές του 20ου αιώνα, τον εθνικό μας ποιητή, εκτός από τον επαναστάτη Ρήγα και παρά την καθιέρωση του Εθνικού Ύμνου το 1868, λόγω της δημοτικής γλώσσας, τον είχε δυστυχώς «εξοβελίσει» στο σκοτάδι και την αφάνεια.
Του Χρήστου Πιτερού*
Και όλα αυτά λόγω του άκρατου καθαρευουσιανισμού και αρχαϊσμού που επικράτησε από τους γλωσαμύντορες με κύριο εκπρόσωπο και πολέμιο αρχαιστή καθηγητή Γ. Μιστριώτη, γνωστό με την ρεμπούκλα και την ομπρέλα, από τους σκιτσογράφους! Επίσης ο εορτασμός της 200ης επετείου της επανάστασης του 1821, όταν το Ανάπλι,
«Το άτι του Μοριά» όπως έλεγε Γέρος του Μοριά, επηρέασε καταλυτικά την απόφασή μας αυτή. Και να σκεφθεί κανείς ότι οι αρχαιόπληκτοι καθαρευουσιάνοι έχουν γράψει το όνομά του σε άκρα καθαρεύουσα στο βάθρο του ανδριάντα του. «ΤΩι ΘΕΟΔΩΡΩ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗι…», ενώ στον αδριάντα του Ρήγα έξω από το Πανεπιστήμιο του φόρεσαν αρχαίο χιτώνα, ακολουθώντας τους κλασικιστές ευρωπαίους και αυτομηδενίζοντας τους νεότερους Έλληνες που κέρδισαν την Ελευθερία με το σπαθί τους. Τα τελευταία τρία χρόνια επίσης η Δημοτική πλειοψηφία της πόλης μας, με προεξάρχοντα τον κο δήμαρχο, επιχείρησε τρεις φορές! να κακοποιήσει το πάρκο και τον ανδριάντα του Γέρου του Μοριά, τελικά όμως «ανέκρουσε άτακτα πρύμνα» ταπεινωμένη!
Το Τοπωνύμιο της πόλης: Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ιδρυτής της πόλης αναφέρεται ο Ναύπλιος, γιός του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, Παυσ. 2, 38, 2. Το αρχαίο τοπωνύμιο της περιοχής είναι γνωστό από τις γραπτές πηγές ως Ναυπλία, από το ναυς+πλέω, δηλαδή Ναυπλία χώρα, Ναυπλίη χώρη Ηροδ. 6, 76, Ναυπλίη χθών Ευρ. Ορ. 369, Ναυπλία Παυσ. 2, 38, 2. Το επίθετο είναι Ναύπλιος και Ναυπλίειος, Ναύπλιοι λιμένες, Ευρ. Ηλ. 453, Ναύπλιαι ακταί, Ευρ. Ελ. 1586, Ναυπλίειος λιμήν, Ευρ. Ορ. 54. Ο κάτοικος της περιοχής ονομάζεται Ναυπλιεύς. Σε επιγραφή της Επιδαύρου IGIV2,106 αναφέρεται επίσης κώμη της Επιδαύρου με το όνομα Ναυπλιάς – άδος. Λαμβάνοντας υπόψη την απότομη, επιμήκη και βραχώδη διαμόρφωση της Ακροναυπλίας, που καταλήγει στα δυτικά σε απότομο ακρωτήριο, στα αρχαία χρόνια το πιθανότερο ονομαζόταν “Ναυπλία άκρα” (άκρα : α) κορυφή όρους ή λόφου, β) ακρωτήριο). Το τοπωνύμιο Ακροναυπλία δεν είναι αρχαίο, αλλά επιτυχημένος νεολογισμός στα χρόνια της απελευθέρωσης. Από τη βυζαντινή εποχή και εξής το τοπωνύμιο αναφέρεται ως Ναύπλιον. Στη σύνοδο της Κων/πολης το 869 μ.Χ. αναφέρεται ο Ανδρέας ως επίσκοπος Ναυπλίου.
Το τοπωνύμιο Ναύπλιον στα βυζαντινά χρόνια το πιθανότερο διαμορφώθηκε από το όνομα ο Ναύπλιος το Ναύπλιον, κατ’ αναλογίαν προς το τοπωνύμιο ο Άργος – το Άργος. Στα βυζαντινά χρόνια ο κάτοικος του Ναυπλίου ονομαζόταν ο Ναύπλιος, οι Ναύπλιοι. Στο βίο του Αγίου Πέτρου του Μητροπολίτη Νικαίας Θεοδώρου τον 10ο -11ο αι. αναφέρεται «Τότε δη και Ναύπλιοι τοις Αργείοις διενεχθέντες». Επίσης το Ναύπλιον κατά τον 11ο αι. κατά παρετυμολογίαν απαντάται και ως Ναύπλοιον, από το ναυς + πλοίον. Κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή στα λόγια κείμενα απαντάται το όνομα Ναύπλιον, αλλά κυρίως κατά τον 14ο αι. κ.ε. στις γραπτές πηγές και το Χρονικό του Μορέως απαντώνται διάφοροι εξελικτικοί τύποι του τοπωνυμίου Ναύπλιο, οι οποίοι κατά την άποψή μας με γλωσσικά κριτήρια κατανέμονται σε δύο κατηγορίες: α) Οι τύποι Ναύπλιο, Ναύπλι, Αναύπλι, Αναύπλιον, Νάπλι, Ανάπλι(η), Ανάπλιον, Ανάπλιν. Από τον τύπο Ναύπλι ο κάτοικος ονομάζεται επίσης ο Ναύπλος-ου, οι Ναύπλοι, ών, «Ναυπλών καί Αργείων». β) Οι τύποι Νεάπολη, Νάπολι(η), Ανάπολι(η), Napoli di Romania, Naple, Naples. Στην πρώτη κατηγορία (α) του τοπωνυμίου οι γλωσσικοί εξελικτικοί τύποι προήλθαν από τη συνεχή προφορική και γραπτή εξέλιξη της βυζαντινής και νέας ελληνικής γλώσσας, οι αρχές της οποίας τοποθετούνται στον 12ο αι. Στην δεύτερη (β) κατηγορία οι γλωσσικοί τύποι αποτελούν σαφώς ονόματα, που έχουν την αφετηρία τους στις δυτικές γλωσσικές επιρροές των Ενετών και των Φράγκων αλλά και της διοίκησης του Ναυπλίου και συνυπήρχαν παράλληλα με τους τύπους της (α) κατηγορίας. Με τις λέξεις της β) κατηγορίας αποκαλούσαν το Ναύπλιο στα Επτάνησα και τη Δύση. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο περιηγητής Ε. Τσελεμπί που επισκέφθηκε την Πελοπόννησο το 1668 – 1671 αναφέρει ότι το Ναύπλιο στα ιταλικά και τα φράγκικα λέγεται Αναπόλιε (Anapoliye), δηλαδή Ανάπολη, ενώ οι Τούρκοι κάτοικοι του Ναυπλίου που μιλούσαν ελληνικά το αποκαλούσαν Ανάπλι. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τον τύπο Ανάπολη το Ναύπλιο στην οθωμανική γλώσσα ονομάστηκε Anabolu, που αναφέρει ήδη από τον 12ο αι. (1150) ο άραβας γεωγράφος αλ – Iντρισί.
Η υποθετική άποψη του Κ. Κακαρίκου ότι ο τύπος Ανάπολι προήλθε από τον ιταλικό – ενετικό τύπο Napoli με το άρθρο la Napoli ή a Napoli της ενετικής διοίκησης και στη συνέχεια από τους τύπους l’ Anapoli ή Anapoli προήλθε ο τύπος Ανάπολι, καθώς και η υπόθεση ότι από το Νάπολι, Ανάπολι διαμορφώθηκε στην ελληνική γλώσσα ο τύπος Ανάπλι, είναι εσφαλμένη. Ωστόσο οι τύποι Ναύπλιο, Ναύπλι, Αναύπλι, Νάπλι, Ανάπλι, Νάπολη(ι) – Ανάπολη(ι) αποτελούν εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και δημιουργήθηκαν με το προθεματικό α, α+Ναύπλι, α + Νάπλι, α+Νάπολη, κατ’ επιρροή του παρακείμενου α της πρώτης συλλαβής, όπως εύστοχα έχουν επισημάνει οι Βερτσέτης, Πετράκη – Βερτσέτη, αλλά είχαν διαμορφωθεί πολύ νωρίτερα. Πρόκειται για χαρακτηριστικό γλωσσικό φαινόμενο της ελληνικής γλώσσας, π.χ. κατά το βδέλλα – αβδέλλα, μασχάλη-αμασχάλη αλλά και Ναβαρίνο – Αναβαρίνο, Νάπλιο(ν) –Ανάπλιο(ν), αλλά και κατά το ελληνικό τοπωνύμιο Αράχοβα,το οποίο εσφαλμένα θεωρήθηκε ως Σλαβικό από τον W. Vasmer, που προέρχεται από τη λέξη Ράχη και με τη σλαβική κατάληξη έγινε Ράχοβα. Στη συνέχεια με το προθεματικό α στην ελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε σε Αράχοβα. Η διαμόρφωση των τύπων Ναύπλιο – Ναύπλι – Νάπλιο, Νάπλι που μαρτυρούνται στις γραπτές πηγές κυρίως τον 14ο αι., Χρονικό του Μορέως κ.λ.π., είχαν ήδη διαμορφωθεί στην προφορική παράδοση από τον 12ο αι., όπου τοποθετούνται οι αρχές της νέας ελληνικής γλώσσας και το πιθανότερο και πριν από τον 12ο αιώνα. Ωστόσο το τοπωνύμιο Ναύπλιον εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται στη λόγια γλώσσα.
Τον 12ο αι. κατά την ίδρυση της Αγίας Μονής Αρ(ε)ίας Ναυπλίου το 1149, όπως αναφέρεται στο υπόμνημα ίδρυσης της Μονής στην λόγια γλώσσα η μονή ιδρύθηκε υπό «του ταπεινού Λέοντος και ευτελούς επισκόπου Άργους και Ναυπλίου». Προς το τέλος του 12ου αι., είκοσι πέντε χρόνια αργότερα στην κτιτορική μαρμάρινη επιγραφή του ναού της Θεοτόκου του έτους 1173/4, διαστ. 38 Χ 41 Χ 8,5 εκ., που βρέθηκε στο κάστρο της Λάρισας του Άργους το 1928, από τον W. Vollgraff (εικ. 2), σε δέκα στίχους αναγράφονται τα εξής: «+Ανεκτίστι ο πάνσεπτος/ναός τις υπεραγύας Θε/οτόκου παρά του θεοφυ/λεστάτου επισκόπου ι/μόν Άργους κε Ναπλίου βαση/λέβοντος Μανοϊλ δεσπό/του του Κομνηνού κε πορ/φυρογεννήτου επισκό/που δε υμόν κυρού Νι/κύτα έτους ςχπβ΄». Στην επιγραφή αυτή, η οποία δεν έχει ληφθεί υπόψη από τους ερευνητές για την μελέτη εξέλιξης του τοπωνυμίου του Ναυπλίου απαντάται για πρώτη φορά ο τύπος «κε Ναπλίου». Στον στίχο αρ. 5 υπάρχει και διαφορετική ανάγνωση «κ’ Εναπλίου» αντί «κε Ναπλίου». Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη, ότι από τα κείμενα η επισκοπή είναι γνωστή ως «επισκοπή Άργους και Ναυπλίου», ενώ ο τύπος «Εναπλίου», Ενάπλιο – ου, δεν είναι γνωστός από άλλη πηγή, το πιθανότερο στην επιγραφή αναγράφεται «κε Ναπλίου». Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι το τοπωνύμιο Ναύπακτος κατά τον 12ο – 13ο αι. μαρτυρείται ως Έπακτος – Έπαχτος και διατηρήθηκε ως την εποχή μας, ενώ ο τύπος *Ενάπλιο-ου είναι αμάρτυρος στις γραπτές πηγές και την προφορική παράδοση. Από την επιγραφή σαφώς προκύπτει, ότι κατά τον 12ο αι. στην προφορική παράδοση είχε ήδη διαμορφωθεί από το τοπωνύμιο Ναύπλιο, ο τύπος Νάπλιο(ν) – Ναπλίου. Ωστόσο λαμβάνοντας υπόψη ότι σε έγγραφο του 1182, όπου αναφέρεται σε εμπορικές σχέσεις των Βενετών του Ναυπλίου με την Αλεξάνδρεια, το Ναύπλιο αναφέρεται επίσης ως «Naple» και όχι Napoli di Romania ενισχύεται η άποψη ότι ήδη από την εποχή αυτή είχε διαμορφωθεί και ήτανσε χρήση και στην γραπτή γλώσσα, πιθανόν νωρίτερα και ο τύπος «Νάπλι», ο οποίος στη γαλλική γλώσσα του Χρονικού του Μορέως αναφέρεται ως Naples και ως Νάπλι – Ανάπλι στην ελληνική γλώσσα. Οι τύποι Νάπλιο, Νάπλι και στη συνέχεια Ανάπλι αποτελούν γλωσσική εξέλιξη και προέρχονται από τον τύπο Ναύπλιο με το γνωστό γλωσσικό φαινόμενο της κώφωσης της ελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με το οποίο ο δίφθογγος αυ εκπίπτει σε α, όπως π.χ. από την αρχαία λέξη ρεύμα προέκυψε ο νεοελληνικός τύπος «ρέμα», το ποτάμι, κοίτη ποταμού. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι τύποι Ναύπλι, Αναύπλι, Αναύπλιο-ον διατηρούνται παράλληλα και είναι περισσότερο λόγιοι από τους δημώδεις Νάπλιο, Νάπλι, Ανάπλι. Σε συμβόλαιο του 1509 που συντάχθηκε στο Ναύπλιο από τον βιβλιογράφο (συμβολαιογράφο) Μιχαήλ Σουλιάρδο σε λόγια γλώσσα αναφέρεται «εις τήν καντζελαρίαν του Άναυπλίου». Ωστόσο στην ομιλουμένη γλώσσα ο τύπος Νάπλι – Ανάπλι είχε επικρατήσει τον 12ο αι., πολύ ενωρίτερα από τον 14ο αι., Χρονικό του Μορέως, και πλήρως στην δημώδη ποίηση ως την εποχή μας. Σε δύο επιγραφικά χαράγματα σε τοιχογραφία του Αγίου Αθανασίου στο χωριό Στεφάνι Κορινθίας, στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου, που απέχει δεκαεπτά χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή με θέα προς το Ναύπλιο, αναφέρονται σε δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα για το Ναύπλιο, στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Ενετούς το 1686 και στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Τούρκους το 1715, όπου το Ναύπλιο αναγράφεται ως Ανάπλι(η) (εικ. 3). Τα χαράγματα αυτά με κριτήριο τον γραφικό χαρακτήρα έχουν χαραχθεί από δύο διαφορετικά πρόσωπα, προφανώς εκ του μακρόθεν αυτόπτες μάρτυρες των πολεμικών επιχειρήσεων, το πιθανότερο από ιερείς ή αναγνώστες (ψάλτες) της περιοχής, στην προφορική ντοπιολαλιά της εποχής.
α. «1686 εμινί Αυγούστου 16/ επίρε/ο Βενεκιάνος το Ανάπλι».
β. «1715 Αλοναρίου 4/ ιμέρα Σάβατο επήρε / ο Τούρκος το ανάπλη. Ο Βε/ζίρης έρθε ατός του κε ε/πίρε τον Μορέαν όλονε».
Ο τύπος Ανάπλι τελικά είναι αυτός που επικράτησε και διατηρείται και σήμερα στην προφορική παράδοση, ενώ ως επίσημο όνομα της πόλης έχει επικρατήσει το βυζαντινό τοπωνύμιο Ναύπλιο. Το νεοελληνικό όνομα αναπλιώτης, σημαίνει όπως και το αρχαίο Ναυπλιεύς, τον κάτοικο τη πόλης. Ενώ το επώνυμο Αναπλιώτης δηλώνει τον καταγόμενο από το Ανάπλι, που διαμένει όμως σε άλλο τόπο. Ωστόσο, στην αρχαία γλώσσα τα εθνικά ονόματα σε -ώτης, Σικελός, Σικελιώτης, σημαίνει τον κάτοικο που δεν είναι γηγενής, αλλά έχει μετοικίσει στην αντίστοιχη πόλη. Ενώ το Ναύπλιο και το Άργος που κατοικούνταν συνεχώς διατήρησαν το όνομα τους και αποτελούν δύο διαχρονικά αλληλοσυμπληρούμενα κέντρα του νομού. Αντίθετα οι πολύχρυσες Μυκήνες, που ερημώθηκαν κατά την Τουρκοκρατία, έχασαν το όνομα τους και ονομάζονταν Χαρβάτι, από την αραβική λέξη Χερβατ, που σημαίνει ερείπια. Επίσης η ερειπωμένη Τίρυνθα μετονομάστηκε σε Παλιόκαστρο ή Παλιό (Veccio) Ναύπλιο.
ΥΓ. Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί αντικείμενο διεξοδικής έρευνας και αφιερώνεται στους πολίτες και τους φίλους της πόλης, που την αγαπούν, χωρίς ανταλλάγματα.
*Ο Χρήστος Πιτερός είναι αρχαιολόγος, μέλος του Δ.Σ. Ιδρύματος Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην αναπληρωτής Δ/ντής της Δ. ΕΠΚΑ, πτυχιούχος Κλασσικής Φιλολογίας ΕΠΚΑ και Αρχαιολογίας και Τέχνης ΑΠΘ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ