Αλλαγές σχεδιάζει η κυβέρνηση για το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ για το οποίο φαίνεται ότι πρέπει να ξεχάσουμε ότι ξέραμε. Ο στόχος των αλλαγών σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη θα είναι οι άνεργοι να μπαίνουν στην αγορά εργασίας και όχι να λαμβάνουν ένα βοήθημα.
Γι αυτό το λόγο μελετούνται αλλαγές στις προϋποθέσεις χορήγησης και στον χρόνο καταβολής του. Εξάλλου επιδόματα ανεργίας με βάση το 6μηνο και στροφή του ΟΑΕΔ σε “ενεργητικές πολιτικές”, προβλέπει και η έκθεση Πισσαρίδη.
Τα βασικά σημεία των αλλαγών εστιάζονται στην μεγαλύτερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και σε αλλαγές στον τρόπο χορήγησης επιδομάτων με βάση το 6μηνο και όχι το 12μηνο που ισχύει σήμερα.
Ειδικά για το επίδομα ανεργίας που θα χορηγείται από τον ΟΑΕΔ, η Επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει να αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού του και κατά βάση να χορηγείται επί ένα 6μηνο με την προϋπόθεση της συμμετοχής του ανέργου σε προγράμματα κατάρτισης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει προκρίνει «το επίδομα ανεργίας να μην είναι σταθερό και συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό αλλά με τις προηγούμενες αμοιβές του ανέργου. Το επίδομα ανεργίας προτείνουμε όπως οριστεί στο 55% του μέσου μηνιαίου μισθού του ανέργου στα προηγούμενα 3 έτη με ανώτατο όριο επιδόματος τα 1200 ευρώ (το επίπεδο του μέσου μηνιαίου μισθού των πλήρως απασχολούμενων τον Ιανουάριο του 2020 σύμφωνα με τα στοιχεία του 151 ΕΦΚΑ)». Διευκρινίζει όμως πως πρέπει «η διάρκεια του αυξημένου επιδόματος να είναι στους έξι μήνες, αντί για δώδεκα μήνες που είναι τώρα, και να πληρώνεται υπό την προϋπόθεση ότι ο άνεργος αναζητά ενεργά εργασία ή συμμετέχει σε προγράμματα κατάρτισης». Στην συνέχεια σημειώνει ότι «αν ο άνεργος μετά τους έξι μήνες παρά τις ενεργές προσπάθειες για εύρεση εργασίας δεν έχει βρει δουλειά, θα λαμβάνει για διάστημα έως έξι μήνες ή έως ότου βρει δουλειά, αν αυτό συμβεί νωρίτερα, το επίδομα ανεργίας στο επίπεδο που είναι σήμερα, δηλ. στο 55% του κατώτατου μισθού». Το πώς πρακτικά θα εφαρμοστεί αυτή η κατεύθυνση της Έκθεσης Πισσαρίδη αφορά την νομοθεσία που θα υπάρξει και το αν θα ενσωματωθεί σε αυτή το σύνολο της πρότασης ή το πρώτο τμήμα της. Αυτό συναρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις οικονομικές δυνατότητες του ΟΑΕΔ, οι οποίες πάντα σχετίζονται με την συνολική δυνατότητα της οικονομίας.
Προγράμματα κατάρτισης
Όπως καταγράφεται στο κείμενο της έκθεσης προκρίνονται οι «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» έναντι των «μη ενεργητικών». Δηλαδή η επιδότηση των επιχειρήσεων για προσλήψεις εργαζομένων αντί για την καταβολή επιδομάτων ανεργίας. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση πρέπει να υπάρξει «εξορθολογισμός των μη ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας». Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζεται πως «κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης δόθηκε έμφαση στις μη ενεργητικές πολιτικές.
Αν και δεν υπήρξε άμεση αύξηση του επιδόματος ανεργίας, οι εγγεγραμμένοι άνεργοι μπορούσαν να επωφεληθούν από μια σειρά επιδοτήσεων. Αυτά τα μέτρα ήταν απαραίτητα για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών όσων έχασαν τη δουλειά τους. Οι πολιτικές αυτές δεν συνοδεύθηκαν όμως με ενεργητικές πολιτικές, όπως αυτές που προτείνονται παραπάνω, ώστε να φέρουν τους ανέργους στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, είναι κρίσιμο να διασφαλίζεται ότι η δομή του συστήματος παροχών δεν λειτουργεί ως αντικίνητρο για την εργασία». Αξίζει να σημειωθεί πως την περίοδο των μνημονίων αυτή η τελευταία αναφορά αποτέλεσε και την αφετηριακή θέση για την μείωση του ποσού αλλά και των όρων παροχής των επιδομάτων ανεργίας
Όσον αφορά την κατάρτιση των ανέργων, οι προτάσεις της επιτροπής έχουν σαφή προσανατολισμό στην αξιοποίηση των ιδιωτικών κέντρων κατάρτισης.
Αναφέρεται ενδεικτικά ότι «η κατάρτιση διεξάγεται από ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης ικανά να προσφέρουν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση σε μια σειρά αντικειμένων από μηχανικούς αυτοκινήτων, φιλοξενία, διάφορες προσωπικές υπηρεσίες (π.χ. κομμωτικής), έως τεχνικούς πληροφορικής. Ο ΟΑΕΔ είναι υπεύθυνος για τη διαπίστευση αυτών των εκπαιδευτικών κέντρων». Διευκρινίζεται επίσης πως «οι άνεργοι λαμβάνουν επίσης ένα ποσό έναντι του κόστους διαβίωσής τους κατά τη διάρκεια της περιόδου κατάρτισης» δηλαδή «η κυβέρνηση καλύπτει την αμοιβή των εργαζομένων με ποσό που καλύπτει τα βασικά έξοδα διαβίωσης». Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως σύμφωνα με την διευκρίνιση του όρου «βασικά έξοδα διαβίωσης» που έγινε πρόσφατα από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα κατά την διάρκεια της συζήτηση του πτωχευτικού νόμου το σχετικό ποσό εκτιμήθηκε στα 537 ευρώ.
Πρακτική άσκηση
Παράλληλα στις προτάσεις της επιτροπής περιλαμβάνεται και η πρακτική άσκηση των ανέργων όπου αναφέρεται πως «κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης, οι άνεργοι αμείβονται από την κυβέρνηση με τον κατώτατο μισθό». Όσον αφορά την δέσμευση που αναλαμβάνει η επιχείρηση αυτή συνίσταται στο «να ενσωματώσει τον καταρτιζόμενο στο πρόγραμμα εργασιών της επιχείρησης βάσει των προσόντων του». Όρος που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευελιξία και δεν προβλέπει δέσμευση για τυχόν πρόσληψή του.
Τόσο για τα κέντρα κατάρτισης όσο και για τις επιχειρήσεις προβλέπεται ένα σύστημα αμοιβών. Πιο συγκεκριμένα «καταβάλλεται ένα ποσό από τον ΟΑΕΔ μετά την επιβεβαιωμένη ολοκλήρωση και πιστοποίηση, περαιτέρω αποζημίωση καταβάλλεται για την τοποθέτηση σε θέση πρακτικής άσκησης και την ολοκλήρωση αυτής, περαιτέρω αποζημίωση καταβάλλεται για την εύρεση θέσης εργασίας, και τέλος καταβάλλεται ένα bonus σε περίπτωση διατήρησης από τον καταρτισθέντα της θέσης εργασίας για 6 μήνες».