home design 800Χ400

Σκαλίζοντας την ιστορία του Αραχναίου

|

Χρόνος ανάγνωσης

8 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Σκαλίζοντας την ιστορία του Αραχναίου

Σύμφωνα με τον Στέφανο Παπαγεωργίου: Ο Γιώργος Λύκος-Χελιώτης γεννήθηκε στο χωριό Χέλι (σημερινό Αραχναίο) ένα αρβανίτικο χωριό της Αργολίδας στα σύνορα με τον σημερινό νομό Κορινθίας. Νεαρός ακολούθησε το επάγγελμα του ενόπλου και ανέπτυξε αξιοσημείωτη δράση ως κλέφτης και κόπος κατά την προεπαναστατική περίοδο. Το 1805, όταν έλαβε χώρα στην Πελοπόννησο ο μεγάλος διωγμός των κλεφτών, ο Λύκος ήταν μεταξύ εκείνων που διέφυγαν μετακινούμενος αρχικά στη νότια Πελοπόννησο, στη συνέχεια στο νησί των Κυθήρων και μετά από μία σύντομη παραμονή εκεί κατέληξε (μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Νικήτα Σταματελόπουλο, το Γιαννάκη Δαγρέ, τον Παναγιώτη Κεφάλα κ.ά.) στα Επτάνησα (18 Μαρτίου 1805). Εκεί, υπηρέτησε ως στρατιωτικός μισθοφόρος τη ρωσική διοίκηση και μετά την αποχώρηση των τελευταίων εντάχθηκε -μαζί με τον Θ. Κολοκοτρώνη- στο ελληνικό τάγμα που είχαν οργανώσει οι Άγγλοι.

Παραμονές της εκδήλωσης της Ελληνικής Επανάστασης επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πρωταγωνίστησε στην έναρξη της επανάστασης στην Αργολίδα (24 Μαρτίου) όταν οι επαναστατικές αρχές κατέλαβαν την πόλη και ανάγκασαν τους μουσουλμάνους κάτοικους της να καταφύγουν στο Ναύπλιο. Στις 27 Μαρτίου συμμετείχε επικεφαλής σώματος 90 ενόπλων, συγγενών και συντοπιτών του, στην πολιορκία της Ακροκόρινθου μαζί με τα σώματα του Αναγνώστη και Νικόλαου Πετμεζά και άλλων ντόπιων καπετάνιων. Στις 23 Απριλίου, ωστόσο, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την περιοχή αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες δυνάμεις του Μουσταφά Μπέη, Κεχαγιάμπεη του μόρα Βαλεσί Χουρσίτ Πασά ο οποίος κατέφτασε με ισχυρές δυνάμεις και διέλυσε την πολιορκία της Ακροκορίνθου, που την υπεράσπιζε αλβανική φρουρά υπό τις διαταγές της Νουρή-μπεγίνας, μητέρας του βοεβόδα της Κορίνθου Κιαμήλ Μπέη. Ο Χελιώτης, προτού εγκαταλείψει την Κόρινθο έκαψε -με εντολή του Γρηγόριου Παπαφλέσσα- την πολυτελή οικία του Κιαμήλ Μπέη και άλλων μουσουλμάνων της πόλης. Στο αμέσως επόμενο διάστημα δραστηριοποιήθηκε στην πολιορκία του Ναυπλίου και τέλη Μαΐου απέκρουσε με επιτυχία στον πύργο στο οικισμό Κατόγλι ισχυρή οθωμανική πεζική και ιππική δύναμη Οθωμανών με τρία κανόνια που είχαν εξέλθει από το Ναύπλιο για να συλλέξουν γεννήματα, και τους ανάγκασε να τα αφήσουν και να επανέλθουν στην πόλη. Στη συνέχεια συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την άλωση στην της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821).

Τον Μάρτιο του επόμενου χρόνου (1822) εκστράτευσε με τον Νικηταρά Σταματελόπουλο και άλλους καπετάνιους στην ανατολική Στερεά για να συνδράμει τις ρουμελιώτικες δυνάμεις υπό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην προσπάθειά τους να ανακόψουν την πορεία του νέου μόρα βαλεσί Μαχμούτ Πασά Δράμαλη προς την Πελοπόννησο και βρισκόταν ήδη στην Υπάτη (Πατρατζίκι). Την 1η Απριλίου πολέμησε με τον Νικηταρά στη νικηφόρα για τους επαναστάτες μάχη της Στυλίδας.
Επέστρεψε στην Πελοπόννησο και πολέμησε στις 22 και 23 Ιουλίου στην Αργολίδα με τις δυνάμεις του Δράμαλη, ενώ πέντε ημέρες αργότερα (28 Ιουλίου) συμμετείχε στη μεγάλη μάχη στο Αγιονόρι της Κορινθίας με τα σώματα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του Δημήτριου Υψηλάντη και του Νικηταρά Σταματελόπουλου όπου καταστράφηκε η στρατιά του Δράμαλη. Συνεχίζοντας την πολεμική δράση του ο Χελιώτης συγκρούστηκε στις 12 Αυγούστου στο Βασιλικό Κορινθίας (μαζί με τα σώματα του Γενναίου Κολοκοτρώνη, του Δημητράκη Πλαπούτα του Παναγιώτη Γιατράκου και των Πετμεζαίων), αναγκάζοντας τα υπολείμματα της στρατιάς του Δράμαλη που επιχειρούσαν να διαφύγουν προς τη Βοστίτσα να επιστρέψουν στην Κόρινθο. Τέλος στις 28 Νοεμβρίου 1822 πολέμησε στην Κουρτέσα Κορινθίας (μαζί με τα σώματα του Νικηταρά, του Δημήτρη Τσώκρη, του παπα-Αρσένη Κρέστα, του Χατζη¬χρήστου Βούλγαρη κ.ά) εναντίον των δυνάμεων του Ντελή Αχμέτ Μπέη. Στη νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη σκοτώθηκε ο ιερωμένος-καπετάνιος Αρσένιος Κρέστας, στρατιωτικός αρχηγός της Αργολίδας.

Η στρατιωτική δράση του Χελιώτη συνεχίστηκε και στα επόμενα τρία χρόνια. Διακρίθηκε:
•    Στη νικηφόρα για τους επαναστάτες μάχη της Ακράτας (6-8 Ιανουαρίου 1823) επικεφαλής Κορινθίων μαζί με τα σώματα του Ασημάκη Ζαΐμη, Σωτήρη Χαραλάμπη και Σωτήρη Θεοχαρόπουλου κ.ά. εναντίον των δυνάμεων του Ντελήμπαση Αχμέτ Μπέη. Τελικώς ο Ντελή Αχμέτ μαζί με τα υπολείμματα του στρατού του (1000 από 3500 άνδρες επιβιβάστηκαν σε πλοία που έστειλε ο Γιουσούφ Πασάς και κατέφυγαν στην Πάτρα.
•    Στη δεύτερη πολιορκία της Ακροκορίνθου. Μετά την παράδοση του κάστρου στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνης (19 Οκτωβρίου 1823) τοποθετήθηκε φρούραρχος του.
•    Στην υπεράσπιση των νησιών της Ύδρας και των Σπετσών. Τον Ιούλιο του 1824, πήγε με το σώμα του και τα σώματα άλλων καπετάνιων (Νικήτας Σταματελόπουλος, Δημήτρης Τσιώκρης, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Χατζηστεφανής Βούλγαρης, Κολιός Δαριώτης κ.ά) προς υπεράσπιση των νησιών της Ύδρας και των Σπετσών τα οποία περίμεναν -μετά την καταστροφή των Ψαρών- προσβολή του οθωμανικού στόλου.
•    Στις επιχειρήσεις των Πατρών (Οκτώβριος του 1824) με το «αρχοντόπουλο», τον Γιαννάκη Νοταρά, έχοντας ήδη αναλάβει διοικητής του σώματος του κορίνθιου προύχοντα.
• Στις 3 Ιουλίου 1825 στη νικηφόρα για τους επαναστάτες μάχη της Αλωνίσταινας (3 Ιουλίου 1825) -μαζί με σώματα του Δημητράκη Πλαπούτα, του Νικόλαου Πετμεζά- υπό τη γενική αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εναντίον των αιγυπτιακών δυνάμεων του Ιμπραήμ Πασά.

Τον Ιούλιο του 1826, όταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ανέλαβε αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, ο Χελιώτης βρέθηκε εξαρχής στο μέτωπο της Αττικής και της Μεγαρίδας και διακρίθηκε ιδιαίτερα στις 6 Αυγούστου στη μάχη του Χαϊδαρίου αντιμετωπίζοντας με επιτυχία ισχυρό ιππικό σώμα. Στις 9 Αυγούστου συνόδευσε τον Καραϊσκάκη μαζί με τον γραμματέα του Δημήτριο Χρηστίδη και τον υδραίο πλοίαρχο Ανδρέα Γιαννίτση στο πλοίο του γάλλου ναυάρχου Henri de Rigny, όπου συναντήθηκαν και συνομίλησαν με τον Κιουταχή, τον Ομέρ Πασά της Καρύστου και άλλους Οθωμανούς αξιωματούχους.
Στις 23 Αυγούστου ανέλαβε επικεφαλής 1200 να φέρει σε πέρας καταδρομική επιχείρηση στα Σκούρτα με στόχο τη λαφυραγωγία και την καταστροφή των γενικών αποθηκών του ρούμελι βαλεσί Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή Πασά. Ο Χελιώτης αιφνιδίασε και εκδίωξε την εκεί οθωμανική φρουρά προκαλώντας της σημαντικές απώλειες, και επέστρεψε στο ελληνικό στρατόπεδο φέροντας μαζί του μεγάλες ποσότητες όπλων, πολεμοφοδίων, τροφών και ενδυμάτων καθώς και μεγάλο αριθμό ζώων, τα οποία εφοδιάσαν επαρκώς το στρατόπεδο της Ελευσίνας•

Τον επόμενο χρόνο, στις 20 Φεβρουαρίου 1827, επέδειξε εξαιρετικό θάρρος και πολεμικές δεξιότητες στη στους Τρεις Πύργους, στις εκβολές του Ιλισσού. Εκεί, μαζί με άνδρες του Τακτικού Σώματος υπό τον Χαράλαμπο Ιγγλέση και άλλα σώματα αντιμωτώπισαν με επιτυχία και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στις δυνάμεις του Κιουταχή. Ο Μακρυγιάννης αναφερόμενος στη σχετική μάχη εξάρει τη συμμετοχή του Χελιώτη: «Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν όλο τ’ άνθος τών Τούρκων περίπου από χίλιους διακόσιους. […] Όλοι οι Έλληνες εκεί μέσα πολέμησαν ως λιοντάρια, κ’ εμείς από τά πλευρά τούς βαστάξαμεν ανοιχτόν τόν δρόμον της θάλασσας και τις πλάτες τους. λαμπρύνεται εκεί μέσα ο Γιώργης Σκουρτανιώτης, ο Σπύρος Δοντάς Αθηναίος, ο Σωτηρόπουλος, ο Χελιώτης πολέμησαν αντρείως. Η πατρίς τους χρωστάγει χάριτες ολουνών όσων ήταν μέσα.»

Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη και τη διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου στην Αττική ο Χελιώτης και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Στη διάρκεια της πορείας η φάλαγγα -της οποίας ο Χελιώτης είχε αναλάβει τη διοίκηση της οπισθοφυλακής- δεχόταν επανειλημμένες επιθέσεις από τα οθωμανικές δυνάμεις. Στην Πελοπόννησο ο Χελιώτης συνέχισε τον αγώνα εναντίον των Αιγυπτίων, αλλά και των προσκυνημένων και πήρε μέρος:

•    Στη μάχη στο χωριό Πασάκους, κοντά στο Μεγάλο Σπήλαιο (3 Ιουλίου 1827) -μαζί με το σώμα του Βασίλη Πετμεζά- όπου ήττώνται από τις αιγυπτιακές δυνάμεις και αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
•    Στη μάχη στη μονή Αγιάννη των Τσετσεβών στη Βοστίτσα (17 Ιουλίου 1827) όπου αντιμετώπισε νικηφόρα (μαζί με τα σώματα του Δημήτρη Μελετόπουλου, του Γιάννη Φεϊζόπουλου και του Γιώργου Ροδόπουλου) αιγυπτιακή δύναμη χιλίων ανδρών
•    Στη αμφίρροπη μάχη της Καυκαριάς (26 Αυγούστου 1827) -μαζί με τα σώματα του Δημητράκη Πλαπούτα, Δημήτρη Μελετόπουλου, Νικόλαου Πετμεζά και το σουλιώτικό σώμα του Χρήστου Φωτομάρα-, εναντίον 3500 πεζών και ιππέων Αιγυπτίων υπό τον Ντελή Αχμέτ Μπέη τους οποίους συνέδραμαν και 500 προσκυνημένοι υπό τον καπετάνιο Δημήτρη Νενέκο.
•    Στη δεύτερη μάχη της Καυκαριάς την επόμενη ημέρα (27 Αυγούστου) που κατέληξε σε νίκη των επαναστατών.
Στην περίοδο των εμφυλίων (1823 – 1825) συγκρούσεων ακολούθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, παλαιό γνώριμο και φίλο από τα προεπαναστατικά χρόνια, και πολέμησε -κυρίως μαζί με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη- σε σειρά συγκρούσεων εναντίον των Κυβερνητικών. Μάλιστα, για ένα διάστημα, στις αρχές του 1824, ανέλαβε φρούραρχος της Ακροκορίνθου αλλά μετά από πολιορκία των δυνάμεων του Ανδρέα Λόντου, του Γιώργου Κίτσιου και του Γιαννάκη Νοταρά υποχρεώθηκε να παραδώσει το κάστρο στους Κυβερνητικούς (21 Φςβρουαρίου).
 
Κατά την καποδιστριακή περίοδο συμπαρατάχθηκε με την κυβέρνηση και συμμετείχε ως εκπρόσωπος της επαρχίας Κορίνθου (μαζί με τον Ευθύμιο Καλλαρά, τον Γιάννη Γιουρούκο και τον Γεώργιο Σπυρίδωνος) κατά την Ε’ Εθνοσυνέλευση του Αργούς (31 Δεκεμβρίου 1831 – 17 Μαρτίου 1832). Το 1832 κατά την εμφύλια σύρραξη ο καποδιστριακός Χελιώτης ήταν φρούραρχος της Ακροκορίνθου έχοντας στη διάθεσή του 600 ενόπλους. Υποχρεώθηκε όμως, μετά από πιέσεις αντικαποδιστριακών αλλά και των Γάλλων να παραδώσει το φρούριο στους τελευταίους.

Ο Γεώργιος Λύκος – Χελιώτης, στον οποίο η Προσωρινή Διοίκηση της επαναστατικής περιόδου απένειμε το 1822 το βαθμό του χιλίαρχου και το 1826 το βαθμό του αντιστράτηγου, εντάχθηκε μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, στην Βασιλική Φάλαγγα με το βαθμό του ταγματάρχη.

Το γεγονός ότι ο Χελιώτης δεν πήρε ποτέ το βαθμό του στρατηγού της αγωνιστικής περιόδου -όντας ο τρίτος κατά σειρά σπουδαιότητας καπετάνιος της Κορινθίας μετά τον Γιαννάκη και τον Παναγιώτη Νοταρά- θα πρέπει να οφείλεται κυρίως στην ένταξή του στη φατρία των Ανταρτών. Έτσι, την περίοδο των εμφύλιων συρράξεων (1823 – 1825) όταν η κυβερνητική φατρία Κουντουριώτη μοίραζε αφειδώς διπλώματα στρατηγίας σε ασήμαντους στρατιωτικούς πελάτες, ο Χελιώτης ως αντίπαλος των Κυβερνητικών στερήθηκε τον ανώτερο στρατιωτικό βαθμό της στρατηγίας. Περαιτέρω, η μη ένταξή του στο βασιλικό στρατό οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν διέθετε τις απαραίτητες δεξιότητες για να συμμετάσχει σε τακτικές ένοπλες δυνάμεις (τα ημιτακτικά σώματα της Οροφυλακής επανδρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από Ρουμελιώτες, Σουλιώτες και άλλους Ετερόχθονες πολεμιστές) αλλά κυρίως στη μεγάλη ηλικία του (το 1833 ήταν ήδη 58 ετών).

 

Σχόλια

Exit mobile version