Τον περιορισμό της αστικής ευθύνης γιατρών του ΕΣΥ στο πλαίσιο της διαχείρισης της πανδημίας, ζητά με ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή, ο βουλευτής Aργολίδας και υπεύθυνος του Κοινοβουλευτικού Τομέα Υγείας του Κινήματος Αλλαγής, Ανδρέας Πουλας.
Αφορμή για την ερώτηση αυτή στάθηκε η δήλωση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας Βασίλη Κοντοζαμάνη, με την οποία έριχνε ευθύνες στους γιατρούς για τους θανάτους εκτός ΜΕΘ, τοποθέτηση που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων αν και ο ίδιος ο Αρκάς Αν. Υπουργός υποστηρίζει πως τα λεγόμενά του παραποιήθηκαν.
Ειδικότερα στην ερώτησή του ο κ. Πουλάς ζητά πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που προτίθεται να λάβει ο Υπουργός Υγείας για την αντιμετώπιση του ζητήματος της αστικής ευθύνης για ιατρικά σφάλματα, με αφορμή τις συνέπειες της πανδημίας, αλλά και συνολικά, όπως ο ίδιος ο Υπουργός είχε δεσμευθεί δημόσια τον Δεκέμβριο του 2019.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ερώτησης προς τον Υπουργό Υγείας Βασίλη Κικίλια:
«Σάλος προκλήθηκε στον ιατρικό κόσμο από την πρόσφατη απόπειρα του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας να μεταθέσει στους γιατρούς τις σοβαρότατες κυβερνητικές ευθύνες για την κατάσταση που επικρατεί στα δημόσια νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας με τους δεκάδες θανάτους νοσηλευόμενων με COVID-19 εκτός ΜΕΘ. Ειδικότερα, ενώ ήταν γνωστό το επιδημιολογικό βάρος της Βόρειας Ελλάδας, δεν δημιουργήθηκε επαρκής αριθμός κλινών ΜΕΘ με αποτέλεσμα τη νοσηλεία ασθενών με COVID-19 σε αυτοσχέδιες ΜΕΘ, σε χειρουργεία, σε χώρους ανάνηψης και σε κοινούς θαλάμους, γεγονός που συνέβαλε σε μεγάλο αναλογικά αριθμό θανάτων ασθενών εκτός ΜΕΘ.
Η επιχείρηση συγκάλυψης των βαριών κυβερνητικών ευθυνών με τη μετάθεση τους στους γιατρούς που διαχειρίστηκαν τα περιστατικά, συνιστά μια πρωτοφανή προσπάθεια να υποδειχθούν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι, εκείνοι που με αυταπάρνηση και σε εξαντλητικά ωράρια έδωσαν τις πραγματικές μάχες μαζί με τους ασθενείς.
Την ώρα που η άγνωστη φύση της ασθένειας, η έλλειψη δεδομένων για τις επιπτώσεις της, η επιστημονική αμφιβολία για την διαγνωστική και θεραπευτική διαδικασία και η ταχεία έρευνα για την ανακάλυψη της πιο ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής δημιουργούν διαρκώς νέα δεδομένα στο άγνωστο πεδίο της ιατρικής αντιμετώπισης των περιστατικών COVID-19, η κυβέρνηση δια του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας σπεύδει επί της ουσίας να υποδείξει τους γιατρούς ως υπαίτιους, αντί του Ελληνικού Δημοσίου που επέτρεψε την λειτουργία των κλινών ΜΕΘ στη Βόρεια Ελλάδα με πληρότητα 100% επί σχεδόν δύο μήνες, χωρίς καμία πραγματική πρόνοια να ικανοποιηθούν οι αυξημένες ανάγκες νοσηλείας των ασθενών με κορωνοϊό.
Η δήλωση αυτή επιβαρύνει το κλίμα κατά των γιατρών του ΕΣΥ -που μέχρι πρότινος η κυβέρνηση χειροκροτούσε- την ώρα που έχουν ασκηθεί αγωγές και μηνύσεις ιδίως στη Μακεδονία, για θανάτους εξ αμελείας ασθενών με COVID-19. Είναι ενδεχόμενο δε, η κατάσταση αυτή να λάβει μεγάλες διαστάσεις μετά το τέλος της πανδημίας και να οδηγήσει πλήθος γιατρών σε μακροχρόνια δικαστική ταλαιπωρία και οικονομική αφαίμαξη.
Αναπόφευκτα, η κατάσταση αυτή έφερε στο προσκήνιο το χρόνιο αίτημα των γιατρών για την εκ βάθρων επανεξέταση του νομικού καθεστώτος της αστικής ευθύνης τους.
Το ζήτημα είχε έρθει στη δημοσιότητα για πρώτη φορά το 2018, με τη δημοσίευση της εγκυκλίου με ΑΔΑ: ΩΟΑ1Η-Τ29 του τότε Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κ. Γ. Χουλιαράκη. Θυμίζουμε ότι η συγκεκριμένη εγκύκλιος ανέφερε ότι και στην περίπτωση δικαστικής καταδίκης γιατρού του ΕΣΥ σε αποζημίωση ως υπαίτιου θανάτου ασθενούς ισχύουν τα άρθρα 38 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007) και 68 και 69 του ν.4129/2013, σύμφωνα με τα οποία, αν η ζημία τρίτου προκλήθηκε από αμέλεια δημοσίου υπαλλήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το ποσό που η υπηρεσία του (Ελληνικό Δημόσιο, ΝΠΔΔ όπως τα νοσοκομεία και ΟΤΑ) υποχρεωθεί να καταβάλει δικαστικά, καταλογίζεται αυτόματα εις βάρος του υπαλλήλου χωρίς να εκδοθεί προηγουμένως ξεχωριστή διοικητική πράξη.
Είναι προφανές ότι η απειλή καταλογισμού ιατρικών αποζημιώσεων εις βάρος γιατρών του ΕΣΥ οδηγεί σε οικονομική εξόντωση τους, την ώρα που εισπράττουν πενιχρό μισθό, σε σχέση με τις αντίστοιχες αμοιβές στο εξωτερικό και αδυνατούν οικονομικά να ανταποκριθούν στην ιδιωτική ασφάλισή τους για αστική ευθύνη. Επιπλέον, η πιθανότητα ιατρικού σφάλματος συνιστά συνευθύνη της διοίκησης εκάστου νοσοκομείου, αλλά και της Πολιτείας καθώς οι νοσοκομειακοί γιατροί είναι αναγκασμένοι να εργάζονται σε εξαντλητικές εργασιακές συνθήκες, με αυξημένο αριθμό ωρών εφημερίας λόγω πανδημίας και στα όρια της φυσικής και ψυχικής τους εξάντλησης και πολλές φορές χωρίς τον απαραίτητο ιατρικό εξοπλισμό και ιατρικό υλικό. Αντί λοιπόν, της έμπρακτης (ηθικής και οικονομικής) αναγνώρισης για την εργασία τους σε επισφαλείς και σκληρές συνθήκες κατά της πανδημίας, κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή με αστικά δικαστήρια και ποινικές διώξεις.
Στον αντίποδα υπάρχει ο κίνδυνος άσκησης αμυντικής ιατρικής, που υποβαθμίζει τις υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων και υπονομεύει το ΕΣΥ, αλλά και η φυγή των γιατρών μας στο εξωτερικό, όπου το ζήτημα της αστικής ευθύνης έχει επιλυθεί εδώ και χρόνια. Ήδη πολλές χώρες έχουν νομοθετήσει τον περιορισμό της αστική ευθύνης των γιατρών των δημόσιων νοσοκομείων λόγω COVID-19, δημιουργώντας προηγούμενο (βλ. Ιταλία και Πολιτεία της Νέας Υόρκης στις ΗΠΑ).
Στην Χώρα μας και ενώ το ζήτημα είχε ήδη τεθεί υπόψιν της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας προ του ξεσπάσματος της πανδημίας, με τον κ.Υπουργό να υπόσχεται ότι θα μελετήσει τρόπους αντιμετώπισής του, ουδεμία πρόοδος έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα οι γιατροί να εξακολουθούν να βρίσκονται έκθετοι στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες που δημιουργεί ο COVID-19 για την άσκηση των καθηκόντων τους.
Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτάται ο κ.Υπουργός:
- Προτίθεται το Υπουργείο σας να αντιμετωπίσει το ζήτημα της αστικής ευθύνης για ιατρικά σφάλματα, με αφορμή τις συνέπειες της πανδημίας, αλλά και συνολικά, όπως είχατε δεσμευθεί δημόσια τον Δεκέμβριο του 2019; Αν ναι, ποια συγκεκριμένα μέτρα σκοπεύετε να υιοθετήσετε και πότε;»