Μία βόλτα από το Ρίο στο Αντίρριο μέσα από το ferry boat που διασχίζει το Πορθμείο. Εναλλακτικά ο οδηγός έχει την επιλογή να περάσει από την επιβλητική γέφυρα που δεσπόζει εκεί από το 2004, που είναι και η πιο σύντομη διαδρομή.
Η Γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου ή επίσημα «Χαρίλαος Τρικούπης» είναι καλωδιωτή γέφυρα που ολοκληρώθηκε και τέθηκε σε λειτουργία το 2004 μέσω της οποίας επιτεύχθηκε τόσο η σύζευξη μεταξύ του Ρίου (προάστιο της Πάτρας) και του Αντιρρίου όσο και η σύνδεση της Πελοποννήσου με τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα και προς τα πάνω και ευρύτερα με το υπόλοιπο της Ευρώπης. Αποτελεί τμήμα της Ιόνιας Οδού (Α5) και της Ευρωπαϊκής Οδού 55 (Ε55) και κατασκευάστηκε από την Γαλλική εταιρεία Vinci.
Το μήκος της γέφυρας που στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες, ανέρχεται στα 2.252 μέτρα, ενώ μαζί με τις προσβάσεις φτάνει γύρω στα 2.883 μέτρα (βλέπε σχεδιάγραμμα παρακάτω). Η γέφυρα αναπτύχθηκε και ολοκληρώθηκε, παρά τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ το μέγιστο βάθος θεμελίωσης φθάνει τα 65 μέτρα υπό την επιφάνεια της θάλασσας. Πρόκειται για μία καλωδιωτή γέφυρα, οι αντοχές της οποίας είναι εντυπωσιακές. Σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με προδιαγραφές να αντέξει σε σεισμό μεγαλύτερο από αυτόν που σημειώθηκε στις 17 Αυγούστου 1999 στο Ιζμίτ της Τουρκίας, ο οποίος ήταν μεγέθους 7,4 της Κλίμακας Ρίχτερ. Έχει υπολογιστεί, επίσης, πως αντέχει σε ενδεχόμενη σύγκρουση δεξαμενοπλοίου με εκτόπισμα 180.000 τόνων, καθώς και σε ταχύτητα ανέμου 265 χλμ./ώρα, ταχύτητα που αντιστοιχεί σε τυφώνα Κατηγορίας 5, το ανώτατο δυνατό επίπεδο στην Κλίμακα Σαφίρ-Σίμπσον. Τέλος, η γέφυρα είναι σχεδιασμένη να απορροφά πιθανές μετατοπίσεις μεταξύ δύο βάθρων, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Η γέφυρα περιλαμβάνει και πεζόδρομο – ποδηλατόδρομο, η χρήση των οποίων απαλλάσσεται πληρωμής διοδίων. Έχει σχεδιαστεί για συνολική διάρκεια ζωής 120 ετών, αν και με τη διαρκή συντήρησή της το όριο αυτό ενδέχεται να παραταθεί.
Η γέφυρα σχεδιάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και κατασκευάστηκε από την ελληνογαλλική κοινοπραξία με επικεφαλής εταιρεία την Vinci, η οποία περιλαμβάνει επίσης και τις Ελληνικές εταιρείες Ελληνική Τεχνοδομική-ΤΕΒ, J&P-ΑΒΑΞ, Αθηνά, Προοδευτική και Παντεχνική.
Εγκαινιάστηκε στις 7 Αυγούστου του 2004, μια εβδομάδα πριν από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004 στην Αθήνα. Λαμπαδηδρόμοι της Ολυμπιακής Φλόγας ήταν οι πρώτοι που διέσχισαν επίσημα τη γέφυρα σε όλο της το μήκος. Ένας από αυτούς ήταν ο Όττο Ρεχάγκελ, ο Γερμανός προπονητής της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου κατά το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 2004. Ένας ακόμη ήταν ο Κώστας Λαλιώτης, ο πρώην Υπουργός Δημοσίων Έργων, κατά τη θητεία του οποίου ξεκίνησε η κατασκευή του έργου.
Το συνολικό κόστος της κατασκευής ανερχόταν στα 630 εκατομμύρια ευρώ. Η κατασκευή χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό δημόσιο, την κοινοπραξία και δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε πριν από την αρχική εκτίμηση, η οποία προέβλεπε ολοκλήρωση των έργων μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 2004, και εντός προϋπολογισμού. Άλλες πηγές αναφέρουν συνολικό κόστος 839 εκατομμυρίων ευρώ.
Στις 25 Μαΐου του 2007 σε ειδική τελετή προ του κτηρίου της Διοίκησης της Ζεύξης ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας ονόμασε την εν λόγω γέφυρα «Γέφυρα Χαρίλαος Τρικούπης», προβαίνοντας στη συνέχεια στα αποκαλυπτήρια εικαστικού έργου με τη μορφή του Χ. Τρικούπη. Ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε οραματιστεί την κατασκευή σιδηροδρομικής γέφυρας, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του κατά τον 19ο αιώνα, το έργο όμως κρίθηκε ακριβό για την εποχή του.
Στις 28 Ιανουαρίου του 2005, έξι μήνες μετά τα εγκαίνια της γέφυρας, μια από τις συνδέσεις των καλωδίων της γέφυρας έσπασε από την κορυφή του πυλώνα Μ1 και κατέπεσε το κατάστρωμα. Η κίνηση οχημάτων διακόπηκε άμεσα. Οι πρώτες έρευνες δείχνουν πως προκλήθηκε πυρκαγιά στην κορυφή του πυλώνα Μ1, έπειτα από κεραυνό που έπεσε σε ένα από τα καλώδια. Το καλώδιο αντικαταστάθηκε άμεσα και η γέφυρα άνοιξε ξανά.
Στη γέφυρα εγκαταστάθηκε ένα δομικό σύστημα παρακολούθησης της, κατά τη διάρκεια της κατασκευής το οποίο παρέχει συνεχή παρακολούθηση της κατάστασης της γέφυρας και διαθέτει πάνω από 100 αισθητήρες.