έσταζε στο λαιμό της
το Φως
κυλούσε
κυλούσε
γινόταν σάρκα
και ράγιζε
είχε ξανάρθει σ’ αυτή την αμμουδιά
σκορπισμένη
από θάνατο
τώρα
το φόρεμά της ξεκούμπωνε τον ορίζοντα
δυο ψαράκια μικρά
κολυμπούσαν στα λευκά της παπούτσια
δώδεκα ακριβώς
στην απέναντι στεριά
χτυπούσαν οι καμπάνες
αναστάσιμες
άναψε το κερί της
έσπρωξε τον άνεμο μακριά
φυσαλίδες μικρές κρύφτηκαν στα μαλλιά της