για να σωθούμε
κρυβόμαστε κάτω απ’ το μεγάλο τραπέζι
ο ορίζοντας πλεγμένος με ψιλό βελονάκι
επαναλάμβανε την ίδια εκρού ανεμώνη ξανά και ξανά
ώσπου κατέληγε στο πάτωμα
μέσα από μια οπτική σφαιρικής εχεμύθειας
να σέρνεται πάνω σε καλογυαλισμένα παπούτσια
-ήτανε σίγουρο πως ποτέ δε θα ’φταναν στο χείλος του γκρεμού-
η Μαρία δεν ήθελε να σωθεί
βάδιζε κάθε μέρα ξυπόλυτη ως εκεί που τελείωνε το δωμάτιο
ύστερα πάλι πίσω
στο ενδιάμεσο σταματούσε να χαϊδέψει το σκύλο
ή μάλλον το ήρεμο πουλί που κρατούσε στα δόντια του
όποτε είχε κέφια γονάτιζε στα τέσσερα και γαύγιζε μαζί του
κάθε μέρα η ίδια διαδρομή
ούτε την έβλεπε κανείς
εμείς μετρούσαμε τις εκρού ανεμώνες
που σκαρφάλωναν με τη βία στις ανάσες μας