Είχε περάσει κιόλας ένας μήνας από τότε που σφάλισε ερμητικά τα μάτια κι αφέθηκε να την οδηγήσει το σκοτάδι. Ένιωθε γαλήνη και θαλπωρή. Όπως όλοι εκείνοι που ξέρουν ν’ απολαμβάνουν μυστικά την ασυλία του εαυτού τους.
Θυμήθηκε το μαύρο δέντρο που έξαφνα ρίζωσε στο μυαλό της. Άκουσε πάλι τα φτερουγίσματα των πουλιών που πέταξαν μακριά να σωθούν. Τη βροχή που έσπαζε το μέτωπο σε χιλιάδες σκέψεις ασύνδετες. Άπλωσε τα χέρια ν’ αγγίξει κάτι κοντινό. Μπλούζες λευκές χωρίς πρόσωπο, μετακινούνταν αργά, γύρω της.
Χαμογέλασε. Ήθελε να γίνει κι εκείνη λευκή. Κάποιος έσβησε το φως. Βαθιά μέσα της όλα έμειναν ακίνητα.
Η ανυπαρξία είναι πέρα απ’ το θάνατο. Είναι όμως ο μοναδικός δρόμος για να υπάρξεις, έλεγε η μητέρα.
Δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να επιστρέψει.
Σήμερα άνοιξε τα μάτια. Ίσως η φωνή που ψιθύριζε στοργικά τ’ όνομά της όλον αυτό τον καιρό, ίσως η έντονη μυρωδιά πορτοκαλιού που μέρες τώρα μπερδευόταν στις νυχτωμένες ανάσες της.
Αγαπούσε αυτή τη μυρωδιά και μάλλον κάποιος επέμενε τρυφερά να της το θυμίζει.
Κάποιος που την ήθελε κοντά του.
Η ψυχή αποστηθίζει το άρωμα που της ταιριάζει… μ’ εκείνο λυτρώνεται… εκείνο αποζητά στην απουσία.
Προσπάθησε να μετακινηθεί στο κρεβάτι. Αισθάνθηκε να μην έχει σώμα. Η φωνή της ακούστηκε ξένη.
«Διψάω»…
Μια θαμπή μορφή στράγγιξε λίγες σταγόνες στα χείλη της.
«Γύρισες… Άννα»…
«Πως είσαι εδώ, μητέρα»…
«Σε περίμενα, Άννα»…
Το χάδι στα μαλλιά, της φάνηκε απόκοσμο. Μπροστά της άρχισαν να ξεδιπλώνονται εικόνες. Ένα σπίτι με κόκκινα παράθυρα στην εξοχή… το στενό μονοπάτι… η θάλασσα στο βάθος. Μάταια αποζητούσε κάποια ανθρώπινη παρουσία. Ήταν μόνη… ήταν μόνη της, σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Σαν να ήθελε να γλιτώσει απ’ αυτή τη διαπίστωση, γύρισε το κεφάλι στο πλάι. Οι μνήμες την ακολουθούσαν. Προχώρησε στην κουζίνα. Ένας άντρας που δεν είχε όνομα την έκανε να κλαίει. Τα μάτια του ανάμεσα στις άδειες πιατέλες και τα λερωμένα ποτήρια, παρέμεναν ξένα. Τη μισούσε. Με μια δικαιοσύνη υπερφίαλη που αντιστεκόταν σθεναρά στην ευτυχία. Μιλούσε ακατάπαυστα κουνώντας το δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπό της. Οι λέξεις, λεπίδες καυτές βυθίζονταν στη σάρκα… πονούσαν. Τον παρακαλούσε να σταματήσει. Μάταια. Χαιρόταν που την έβλεπε να υποφέρει. Δέθηκε σφιχτά στο σώμα της ,έκλεισε τα βλέφαρα… άκουγε το μυαλό της να χτυπά δυνατά. Το δέντρο στο παράθυρο έγινε μαύρο, οι καρποί του άδειασαν…
«Είσαι γενναία, Άννα»…
Άρχισε να κλωτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά της. Έμπηξε με μανία τα νύχια της στο δέρμα του, τον έφτυσε ουρλιάζοντας, βγήκε στο δρόμο, έτρεξε ν’ αγκαλιάσει τα φώτα…
Το φως.
«Σε περίμενα, Άννα… μόνη… με ό,τι είναι δικό σου»…
Άνοιξε με κόπο τις χούφτες της.
«Κάποτε έκλεψα ένα πορτοκάλι… κανένας δε με είδε… κανένας δε με μάλωσε γι αυτό… Κράτησα τη φλούδα του… να θυμάμαι»…
Ένα γλυκόξινο άρωμα ξεχύθηκε στον αέρα.
Κι ήταν η πιο βαθιά δικαιοσύνη.