home design 800Χ400

home design 1170x320

Καληνύχτα Έμιλυ

|

Χρόνος ανάγνωσης

5 λεπτά

|

0 Σχόλια στο Καληνύχτα Έμιλυ
Έμιλυ τρένο παλαιϊκά

Περίμενε κάθε μέρα το τρένο. Στις επτά ακριβώς, έμπαινε στο τελευταίο βαγόνι. Στεκόταν όρθια κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Έμοιαζε γύρω στα πενήντα, τα ρούχα της παλαιϊκά, μακριά βυσσινί φούστα και λευκό πουκάμισο κουμπωμένο ψηλά στον λαιμό. Μια ασημένια καρφίτσα λίγο πιο κάτω απ’ τον γιακά ήταν το μοναδικό της κόσμημα. Στα πόδια της φορούσε μαύρα λουστρίν μποτάκια που έφταναν ως τη μέση της γάμπας κι έδεναν με βυσσινί κορδόνια.

Τα μαλλιά της καστανά πιασμένα απαλά με ασημένιες φουρκέτες στον αυχένα. Το πρόσωπό της ολόλευκη μάσκα χωρίς ίχνος μακιγιάζ, χωρίς ίχνος απορίας.

Την συναντούσα καθημερινά καθώς την ώρα εκείνη επέστρεφα από τη δουλειά στο σπίτι. Συνήθισα να μπαίνω κι εγώ στο τελευταίο βαγόνι και να την παρατηρώ, αδιάκριτα κάποιες φορές, όπως και οι περισσότεροι επιβάτες. Κάποιοι απ’ αυτούς έκαναν αρνητικά σχόλια ειρωνευόμενοι με αδιακρισία την παράξενη εμφάνισή της.
Δεν έδειχνε να ενοχλείται. Δεν έδειχνε να την απασχολεί τί θα μπορούσε να συμβαίνει γύρω της. Την ονόμασα Έμιλυ και δανείστηκα μια ιστορία γι αυτήν.

Ήθελα να την νιώθω οικεία. Η Έμιλυ λοιπόν, ήταν μια μοναχική γυναίκα ερμητικά κλεισμένη στον εαυτόν της. Για χρόνια ζούσε πίσω από μια πόρτα κλειστή κι έγραφε ποιήματα. Η Έμιλυ δεν άντεχε να ζει φωναχτά. Η Έμιλυ…
Σιγά σιγά η παρουσία της στο τελευταίο βαγόνι μου έγινε εμμονή. Όταν κατέβαινα τα σκαλοπάτια για να πάρω το τρένο από την αποβάθρα έπιανα τον εαυτό μου ν’ αγωνιά για την περίπτωση που η Έμιλυ δε θα βρισκόταν εκεί. Όμως τα τελευταία δυο χρόνια εκείνη ήταν πάντα εκεί και περίμενε το τρένο των επτά.

Κάποιες φορές νόμιζα πως έπιανα στον αέρα ένα αδιόρατο βλέμμα. Η Έμιλυ μ’ αναζητούσε;
Ένιωσα ταραχή και μόνο που μου πέρασε αυτή η σκέψη.
Αρχίζεις να τρελαίνεσαι κορίτσι μου, άκουσα μέσα μου μια αγριεμένη φωνή.
Είδες μια άγνωστη γυναίκα κατά πάσα πιθανότητα θεόμουρλη αφού κυκλοφορεί σαν να εξαφανίστηκε απ’ το μεσαίωνα, την βάφτισες Έμιλυ κι αγωνιάς αν θα προλάβεις να μπεις στο ίδιο βαγόνι μαζί της…
Σύ νελ θε…

Την επόμενη μέρα καθυστέρησα επίτηδες στην δουλειά. Έφτασα στην αποβάθρα γύρω στις οκτώ παρά τέταρτο… Σε νίκησα Έμιλυ ή όπως αλλιώς σε λένε, σκέφτηκα. Επιτέλους είμαι ελεύθερη από την εμμονή μου… στο καλό να πας… και να μας γράφεις…
Έβγαλα από την τσάντα μου το κινητό μου τηλέφωνο ν’ απαντήσω σε κάποιο μήνυμα και τότε… τότε την είδα.
Καθόταν στο παγκάκι , τα μαλλιά της λυμένα, μακριά, κάλυπταν τους λεπτούς της ώμους γυαλίζοντας στο φως του προβολέα.
Κοίταζε ευθεία μπροστά της το τρένο που έφευγε.
Σαν υπνωτισμένη την πλησίασα.
Πρέπει να σας μιλήσω, άκουσα τον εαυτό μου να της λέει.
Σήμερα είπα ν’ αλλάξω χτένισμα, απάντησε εκείνη ψιθυρίζοντας στο κενό.
Κάνουμε την ίδια διαδρομή… καιρό τώρα… κατεβαίνετε μια στάση πριν από μένα… είσαστε τόσο… τόσο διαφορετική…
Με κοίταξε. Τα μάτια της ήταν δυο λίμνες μαβιές αν κοίταζες επίμονα μπορούσες να διακρίνεις δυο μικρά ελάφια να πίνουν νερό.
Μου έκανε νόημα να καθίσω δίπλα της. Χαμογέλασε.
-Πώς σας λένε; Τη ρώτησα απαλά…
-Μπορείς να μου δώσεις όποιο όνομα θέλεις… δεν έχουν σημασία τα ονόματα άλλωστε…
Μειδιώντας, ένιωσα μια μυστική σύνδεση ανάμεσα σε μένα και κείνη την άγνωστη γυναίκα.
-Ο χρόνος; Μήπως ο χρόνος σημαίνει κάτι; τη ρώτησα κοιτάζοντας επίμονα τα ρούχα της.
-Και βέβαια σημαίνει… αλλιώς δεν θα είχε δημιουργηθεί αυτή η παράδοξη σχέση μεταξύ μας.Κάθε μέρα στις επτά ακριβώς ξέρουμε κι οι δυο πως θα μπούμε στο τελευταίο βαγόνι. Αλήθεα, να φτάσουμε πού; Πού πηγαίνουμε τελικά; Μονολόγησε.
-Σας ακολούθησα, της είπα ντροπαλά…
-Με ακολούθησες… κι εγώ ακολούθησα εσένα… σήμερα όμως σε περίμενα… ανησύχησα που δεν σε είδα να κατεβαίνεις τις σκάλες αγχωμένη για να προλάβεις να μπεις μαζί μου στο τρένο. Νόμισα πως θα χανόταν αυτή η ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας. Πόνεσα στη σκέψη πως δε θ’ ανησυχήσει πλέον κανένας για μένα… πως δε θα μ’ αναζητήσει κάποιος με το βλέμμα του, έστω.
Ύψωσε τη φωνή της συνεχίζοντας…

Όμως είμαι αποκλειστικά υπεύθυνη. Εγώ δημιούργησα αυτήν τη συνήθεια .Έφτιαξα ένα παραμύθι για δυο. Άθελά σου εγκλωβίστηκες. Πόσο σημαντικό θα ήταν να σου πω πως με λένε Ελένη και μένω στα Κάτω Πατήσια, πίνω τον καφέ μου πικρό, φοβάμαι τις κατσαρίδες και τις εγκάρδιες χειραψίες, δεν έχω παντρευτεί ποτέ αλλά έχω σπαράξει από έρωτα πως βρίσκομαι χρόνια κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο και γράφω… γράφω ποιήματα που δεν τα διαβάζει και δεν θα τα διαβάσει κανείς…
-Είστε ποιήτρια όπως εκείνη, ψέλλισα…
-Εκείνη;
Χαμήλωσα το κεφάλι.
Η φωνή της μαλάκωσε, με κοίταξε με κατανόηση.
-Δεν είμαι ποιήτρια καλή μου, απλά γράφω ποιήματα… γράφω ποιήματα γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς… είναι ο τρόπος μου ν’ αντέχω τη ζωή… δεν ξέρω τίποτα πιο δυνατό απ’ τις λέξεις… όμως… όμως πρώτα για μένα το κάνω… ίσως εμπεριέχει κάποιο είδος ναρκισσισμού αυτή η οπτική αλλά ναι… έτσι συμβαίνει με μένα…

Απόψε, σ’ απελευθερώνω από το παραμύθι μου… άκουσε… σε λίγο φτάνει το τρένο… σχεδόν δυο ώρες μετά τις επτά. Μπορείς να μπεις σε όποιο βαγόνι επιθυμείς… εκτός απ’ το τελευταίο… σου υπόσχομαι, δεν θα με ξανασυναντήσεις ποτέ.
Η φωνή της έκανε ένα μικρό ράγισμα συνεχίζοντας… θα μου λείψεις μικρή…
Γύρισε το κεφάλι της μπροστά ,κοιτάζοντας επίμονα τις ράγες…
Ένιωσα τη θλίψη του αποχωρισμού. Σαν ν’ αποχαιρετούσα κάποιον άνθρωπο που γνώριζα και με γνώριζε καλά. Της άπλωσα το χέρι. Έμεινε ασάλευτη στη θέση της. Δε γύρισε να με δει.
Το τρένο σφύριξε πλησιάζοντας. Το σώμα μου απότομα βάρυνε.
Καθώς σηκωνόμουν με κόπο απ’ το παγκάκι, την άκουσα να ψιθυρίζει:
Όταν η νύχτα φεύγει,
κι είναι το χάραμα τόσο κοντά που τα κενά σχεδόν αγγίζεις-
ώρα να στρώσεις τα μαλλιά,
να ετοιμάσεις τα λακκάκια,
και ν’ απορήσεις τι να ήσαν τα γηραιά,
ξεθωριασμένα μεσάνυχτα και σε φόβισαν.
-Καληνύχτα Έμιλυ.
 

Σχόλια

newsletter banner anagnostis