το μονοπάτι που αγάπησα
ρυτίδα βαθιά
νοτισμένη
έφτανε στην σιδερένια αυλόπορτα
χανόταν βαθιά μου
τ’ απογεύματα
ένα κορίτσι ξεχτένιστο
ερχόταν από μακριά
φορώντας την κόκκινη ζακέτα μου
γεμάτη αγκάθια
με λένε Μαρία ψιθύριζε
είναι δικό μου το καλοκαίρι
αν θες για λίγο
σ’ αφήνω ν’ ακούσεις τη θάλασσα…
όταν σιωπούσαν τα κύματα
γονάτιζε ερημικά
βούλιαζε
μέσα στις τσέπες μου
μετρούσε το ψωμί που τελείωνε
με τα χέρια της άνοιγε το φεγγάρι
μια ήρεμη γραμμή
αβοήθητη
μ’ ακολουθούσε
αύριο πάλι μου φώναζε
αύριο πάλι
“πορτατίφ”εκδόσεις Μανδραγόρας 2019.