Ζεσταινόταν αφόρητα.Το μυαλό του επαναλάμβανε νωχελικά για ώρες τα ίδια αντικείμενα…την πολυθρόνα στη γωνία, το γεμάτο τασάκι στο τραπέζι, την κενή κορνίζα στον τοίχο. Το άθροισμα ομοιογενές. Με πρόσημο τον απόντα εαυτό του. Ούτε σήμερα είχε καταφέρει να σηκωθεί από το κρεβάτι.
Διψούσε ανυπόφορα.
Έπρεπε να βρει τη δύναμη να πάει ως την κουζίνα. Πονούσε αυτή η προσπάθεια.
Τον έκανε ν΄αμφιβάλλει. Κι αν είμαι ακόμα ζωντανός; ψιθύρισε…
Μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και στηρίχτηκε στα πόδια του. Εκείνη στάθηκε απέναντι και χαμογέλασε αυθάδικα.
Σήκωσε το χέρι του κι έσβησε κουρασμένα τη μορφή της. Πάλι εσύ…Φύγε, μίλησε ξέπνοα…δε βλέπεις πως έχω πεθάνει…
Δυο βήματα ακόμα. Ο ίδιος μεταλλικός πόνος στην πλάτη. Γύρισε πίσω και ξάπλωσε.
Η Λίνα προχώρησε στην κουζίνα.
Γέμισε ένα ποτήρι νερό και πότισε το γλαστράκι στο παράθυρο.
Με μηχανικές, σύντομες κινήσεις, έστρωσε το κρεβάτι.
Την άκουσε να μιλάει χαρούμενα στο τηλέφωνο, πριν κλείσει πίσω της την πόρτα.
Έμεινε πάλι μόνος…και διψούσε…αφόρητα διψούσε…
νιοβη