Άγνωστη στεκόταν μπροστά του. Οι ανάσες της νυχτώνονταν αργά, μέσα στις λέξεις του. Ανέκαθεν το σκοτάδι της έδειχνε μια απροσδιόριστη επιείκεια.
Έκρυβε τα σχήματα που την τρόμαζαν, αφήνοντας το χρόνο αδιαμαρτύρητα ξένο στην αφή των πραγμάτων που θεωρούσε σημαντικά.
Εκείνος πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο. Ένας ξένος με τα χαρακτηριστικά κάποιου που είχε γνωρίσει παλιά.
Ένιωθε κουρασμένη, παρακολουθώντας τον να πασχίζει να την πληγώσει. Μέσα της ευχόταν να τα καταφέρει. Ίσως τότε να ένιωθε λιγότερο μόνη.
Όμως καμιά λέξη…καμιά λέξη για κείνη. Έπρεπε να κρεμάσει τις κουρτίνες στο παράθυρο. Και να κόψει επιτέλους το κλαδί που χτυπούσε στο τζάμι.
Κάποιες φορές η πραγματικότητα μπορεί να είναι απλά, εκείνος ο πηχτός, ο αμείλικτος θόρυβος που σε κρατά για χρόνια ακινητοποιημένο στην ίδια θέση. Χωρίς καν να σου αφήνει περιθώρια ν’ αναρρωτηθείς αν είναι αληθινός.
Καμιά λέξη…καμιά λέξη για κείνη. Κουνούσε τα χέρια του απεγνωσμένα, σαν να προσπαθούσε να τη φτάσει… κι εκείνη μέσα της εκλιπαρούσε έστω για μια μικρή αμυχή.
Έκανε ένα βήμα μπροστά αγνοώντας τον και πήρε τα τσιγάρα απ ‘το τραπέζι.
Αύριο…ναι, αύριο…ψιθύρισε… θα κρεμάσω τις κουρτίνες στο παράθυρο…και θα κόψω επιτέλους αυτό το άθλιο κλαδί που χτυπάει στο τζάμι.
Νιοβη Ιωαννου